ελαστικό

  • 91υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… …

    Dictionary of Greek

  • 92υπόηχοι — Ταλαντώσεις που διαδίνονται σε ένα ελαστικό μέσο, π.χ. αέρα, η συχνότητα των οποίων είναι χαμηλότερη από την πιο χαμηλή που μπορεί να γίνει αντιληπτή από το όργανο ακοής του ανθρώπου (16 παλμοί περίπου ανά δευτερόλεπτο). Ο ορισμός επομένως των υ …

    Dictionary of Greek

  • 93φίκος — (ficus). Γένος φυτών της οικογένειας των μορεϊδών. Το γένος αυτό αριθμεί διάφορα δέντρα ή θάμνους, τα οποία έρπουν ή αναρριχώνται και έχουν εναέριες ρίζες και γαλακτώδη χυμό. Τα φύλλα τους είναι συνήθως σκληρά και δερματώδη και τα άνθη τους μικρά …

    Dictionary of Greek

  • 94φλάντζα — Εξάρτημα στεγανότητας που εφαρμόζεται μεταξύ μεταλλικών επιφανειών ώστε να εμποδίζεται η διαρροή των ρευστών. Λέγεται και παρέβυσμα. Για φ. χρησιμοποιούνται διάφορα ευκολοπροσάρμοστα υλικά, ανάλογα με τις πιέσεις και τις θερμοκρασίες λειτουργίας… …

    Dictionary of Greek

  • 95χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …

    Dictionary of Greek

  • 96χορδωτά — Τύπος μεταζώων με αμφίπλευρη συμμετρία, το σώμα των οποίων διασχίζεται ολόκληρο ή κατά ένα μέρος –σε όλη τη ζωή τους ή μόνο στην εμβρυϊκή και νεανική περίοδο– από 3 αξονικά όργανα, που ακολουθούν πορεία από τη ράχη προς την κοιλιά και είναι: ο… …

    Dictionary of Greek

  • 97χόνδρινος — η, ο / χόνδρινος, ίνη, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που αποτελείται από χόνδρο, από ελαστικό και ανθεκτικό ζωικό ιστό αρχ. ο παρασκευασμένος από χόνδρο, από χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι («ὅν καλέουσι κεῑνοι κριμνατίαν, οἱ δ ἄλλοι χόνδρινον ἄρτον»,… …

    Dictionary of Greek

  • 98ψευδοξάνθωμα — το, Ν φρ. «ελαστικό ψευδοξάνθωμα» ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μικρών δερματικών βλατίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pseudoxanthome (< ψευδ[ο] * + ξάνθωμα)] …

    Dictionary of Greek

  • 99αβυσσικά πεδία — Οι ζώνες των ωκεανών που έχουν πολύ μεγάλο βάθος. Οι ζώνες αυτές παρουσιάζουν πολλές ιδιομορφίες από οικολογική άποψη, γιατί χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλή πίεση ενώ ταυτόχρονα στερούνται το φως, άρα δεν έχουν φυτά. Αυτό σημαίνει ότι εκεί δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 100αγγελίνης, ξύλο — Σκληρό και ελαστικό κόκκινο ξύλο του δέντρου που είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία ανδίρα η ανάκανθος, το οποίο φυτρώνει στη Νότια Αμερική. Το ξύλο αυτό είναι πολύ χρήσιμο στην επιπλοποιία …

    Dictionary of Greek