ελαστικό

  • 121κάτγκουτ — Είδος λεπτού και δυνατού χειρουργικού ράμματος, το οποίο αποτελείται από πολύ λεπτές αποστειρωμένες ταινίες εντέρου σαρκοφάγων ή χορτοφάγων ζώων, συχνότερα αρνιού ή αλόγων. Αποτελείται από οργανική ύλη, έχει την ιδιότητα να απορροφάται από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 122Κελάνταν — (Kelantan). Πολιτεία (15.024 τ. χλμ., 1.313.014 κάτ. το 2000) της Μαλαισίας, στη Μαλαϊκή χερσόνησο, στη Νότια Κινεζική θάλασσα. Στα Β συνορεύει με την Ταϊλάνδη. Πρωτεύουσά της είναι η Κότα Μπάρου (Kota Baru, 400.321 κάτ. το 2000). Τα κυριότερα… …

    Dictionary of Greek

  • 123κοχύλι ή όστρακο — Σχηματισμός λιγότερο ή περισσότερο σκληρός, ο οποίος, όταν είναι εξωτερικός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, προστατεύει το σώμα των μαλακίων, των βραγχιοπόδων και μερικών οστρακοδέρμων (οι δύο τελευταίες ομάδες ανήκουν στα… …

    Dictionary of Greek

  • 124λαγός της θάλασσας — Κοινή ονομασία του γαστερόποδου μαλακίου Aplysia californica της τάξης των ανασπιδωτών. Ονομάζεται έτσι γιατί έχει στην κορυφή του κεφαλιού του δύο μακριές κεραίες που μοιάζουν με τα αφτιά του λαγού. Είναι ίσως το μεγαλύτερο γαστερόποδο του… …

    Dictionary of Greek

  • 125λινόλεουμ — Βιομηχανικό προϊόν που χρησιμοποιείται ευρύτατα για πατώματα και επενδύσεις. Το επινόησε και το παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Άγγλος Φρέντερικ Γουόλτον το 1863. Το λ. αποτελείται κυρίως από λινέλαιο αναμεμειγμένο με ρητίνες και ειδικότερα με… …

    Dictionary of Greek

  • 126Μισελέν, Εντουάρ — (Edouard Michelin, Κλερμόν Φεράν 1859 – Ορσίν, Πυΐ ντε Ντομ 1940). Γάλλος επιχειρηματίας. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Το 1889 ίδρυσε, μαζί με τον αδελφό του Αντρέ Μισελέν (Andre Michelin, 1853 – 1931), την εταιρία… …

    Dictionary of Greek

  • 127Μονρόβια — (Monrovia). Πόλη (περ. 465.000 κάτ. το 1999), πρωτεύουσα της Λιβερίας στον Ατλαντικό Ωκεανό στην εκβολή του ποταμού Σεντ Πολ. Ιδρύθηκε το 1882 από μαύρους των ΗΠΑ και ονομάστηκε Μ. προς τιμή του προέδρου των ΗΠΑ Τζέιμς Μονρόου. Πρωτεύουσα της… …

    Dictionary of Greek

  • 128μορεΐδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, συγγενής με τους ουρτικίδες, που περιλαμβάνει κυρίως είδη των τροπικών περιοχών. Από τα πιο αξιόλογα γένη είναι: η μορεά (μουριά), ο φίκος (συκιά κλπ.), ο αρτόκαρπος, η κεκροπία, η βρουσσονετία, η μακλούρα κ.ά. Οι… …

    Dictionary of Greek