ελαστικό

  • 101αιματόμετρο — Όργανο που χρησιμοποιείται για την καταμέτρηση των ερυθρών και λευκών αιμοσφαιρίων. Αποτελείται από μια πλάκα που παρουσιάζει στη μέση της μικρό κοίλωμα, τον λεγόμενο καταμετρητικό θάλαμο, πάνω στον οποίο είναι χαραγμένο ένα τετραγωνικό χιλιοστό… …

    Dictionary of Greek

  • 102αντιασφυξιογόνα προσωπίδα — Ατομική συσκευή που προστατεύει τις αναπνευστικές οδούς, το δέρμα του προσώπου και τα μάτια από την επιβλαβή δράση τοξικών ουσιών που περιέχονται στην ατμόσφαιρα. Η παρουσία των ουσιών αυτών μπορεί να οφείλεται σε βιομηχανικές επεξεργασίες, σε… …

    Dictionary of Greek

  • 103απαλοχλαμύδα — (hapalochlamis). Γένος φυτών της οικογένειας των γελαστριδών. Έχει χαρακτηριστικό καρπό, o οποίος περικλείει ένα μόνο σπέρμα που έχει άφθονες λευκωματώδεις ουσίες. Γνωστό είναι μόνο ένα θαμνώδες είδος, ιθαγενές της Αφρικής. Έχει φύλλα αντίθετα… …

    Dictionary of Greek

  • 104άπτυχοι — Όρος που χρησιμοποιείται για τα ασβεστολιθικά ή κερατοασβεστολιθικά εξαρτήματα σε σχήμα θυρίδων, που συνυπάρχουν με τους αμμωνίτες μέσα σε μεσοζωικά ιζήματα, αλλά και μεμονωμένοι. Οι θυρίδες, λείες ή με ποικίλματα, πρέπει να είχαν έναν ελαστικό… …

    Dictionary of Greek

  • 105ασκίδια — Ομοταξία θαλάσσιων ζώων του φύλου των χορδωτών (υποσυνομοταξία χιτωνοζώων)·το σώμα τους είναι σκεπασμένο με ένα ανθεκτικό και ελαστικό κοκκινωπό περίβλημα που αποτελείται από μια χόνδρινη ουσία, η οποία αποκαλείται τουνικίνη, με χημική σύσταση… …

    Dictionary of Greek

  • 106Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …

    Dictionary of Greek

  • 107Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …

    Dictionary of Greek

  • 108βρόγχοι — Έτσι ονομάζονται στην ανατομία οι δύο αεραγωγοί που αρχίζουν από τον διχασμό της τραχείας και προχωρούν στο εσωτερικό των πνευμόνων. Διαιρούνται πρώτα σε χοντρούς κλάδους, έναν για κάθε πνευμονικό λοβό (λοβιακοί β., τρεις δεξιά και δύο αριστερά)… …

    Dictionary of Greek

  • 109Βώκος, Νικόλαος — (Ύδρα 1861 – Παλαιό Φάληρο 1902). Ζωγράφος. Απόγονος του Ανδρέα Μιαούλη, σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, όπως ονομαζόταν τότε η σημερινή Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, και συνέχισε στο Μόναχο, με καθηγητές τον Νικόλαο Γύζη, τον Λεφτς και …

    Dictionary of Greek

  • 110γαλακτώδης χυμός — Φυτικός ιξώδης χυμός, που πήζει εύκολα και γρήγορα στον αέρα. Διέρχεται από τους γαλακτοφόρους σωλήνες ή αυλούς, μεταξύ του φλοιού και του καμβίου πολλών φυτών, που λέγονται γαλακτώδη ή γαλακτοφόρα (ευφορβία, εβέα, φίκος, χελιδόνιο, παπαρούνα).… …

    Dictionary of Greek