ελαστικό

  • 11ελαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που έχει την ιδιότητα της ελαστικότητας, ο λαστιχένιος. 2. ο ελαφρός στην κίνηση: Το πόδι του... σηκωνόταν πάλι ανάερο μ ένα τίναγμα ελαστικό (Κ. Χρηστομάνος). 3 μτφ. (για ανθρώπους), που μεταβάλλει εύκολα τα συναισθήματα και τις …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 12ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …

    Dictionary of Greek

  • 13αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …

    Dictionary of Greek

  • 14ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… …

    Dictionary of Greek

  • 15Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …

    Dictionary of Greek

  • 16καλώδιο, ηλεκτρικό — Ομάδα αγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, κατάλληλα συνδεμένων και μονωμένων μεταξύ τους με έναν κοινό μανδύα. Ο όρος ισχύει και στην περίπτωση ενός μόνο μονωμένου αγωγού. Τα η.κ. μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες ομάδες: σε καλώδια μεταφοράς… …

    Dictionary of Greek

  • 17φίδια — (οφίδια). Υπόταξη της ομοταξίας των ερπετών, που αποτελούν, μαζί με τα σαυροειδή, την τάξη των λεπιδωτών. Τα φ. παρουσιάζουν διάφορα τυπικά χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων κυρίως το σχήμα, πάντοτε επίμηκες, και η έλλειψη άκρων (μόνο σε μερικά… …

    Dictionary of Greek

  • 18ла́стик — 1) а, м. Хлопчатобумажная ткань с блестящей лицевой стороной, употребляемая обычно на подкладку. Пальто на ластике. [От англ. lasting прочный] 2) а, м. разг. Резинка для стирания написанного. [Петя] уже был готов стереть ластиком магические слова …

    Малый академический словарь

  • 19Ακτινόζωα — Τάξη θαλάσσιων πρωτόζωων, της ομοταξίας των ριζοπόδων ή σαρκωδών. Είναι μικροσκοπικοί μονοκύτταροι οργανισμοί. Το σώμα τους αποτελείται από δύο μέρη: ένα εξωτερικό, το εκτόπλασμα, και μια κεντρική μάζα, το ενδόπλασμα, που περιέχει τον πυρήνα. Τα… …

    Dictionary of Greek

  • 20έκδυση — Φαινόμενο που παρατηρείται κατά περιόδους σε πολλά ζώα και συνίσταται στην ανανέωση ολόκληρου ή μέρους του περιβλήματός τους ή των παραγώγων του. Η έ. είναι απαραίτητη στα αρθρόποδα για την αύξηση του σώματός τους, επειδή το περίβλημά τους… …

    Dictionary of Greek