εκφράζω
91εκπροσωπώ — ( έω) (Μ ἐκπροσωπῶ) αντιπροσωπεύω, ενεργώ εξ ονόματος άλλου νεοελλ. είμαι προσωποποίηση μιας ιδεολογίας ή ιδιότητας, εκφράζω χαρακτηριστικά ιδεολογία ή ιδιότητα («εκπροσωπεί τη δικαιοσύνη») …
92εκφράσσω — και ξεφράζω (Μ ἐκφράζω, Α ἐκφράσσω, αττ. τ. ἐκφράττω) βγάζω τον φραγμό, παραμερίζω το φράγμα, ανοίγω κάτι βουλλωμένο, φραγμένο, ξεφράζω, ξεβουλλώνω, ξεστουπώνω …
93εναποτυπώνω — και έναποτυπῶ ( όω) (AM έναποτυπῶ Α και έναποτυποῡμαι, όομαι) αποτυπώνω μέσα σε κάτι, αφήνω, δημιουργώ αποτυπώματα σε μια επιφάνεια, χαράζω μέσα σε κάτι αρχ. μέσ. 1. αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι κάπου 2. λαμβάνω εντυπώσεις 3. εκφράζω, εκδηλώνω …
94ενεύχομαι — ἐνεύχομαι (Α) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία 2. επικαλούμαι, παρακαλώ, ικετεύω 3. εξορκίζω κάποιον να κάνει κάτι επικαλούμενος θεία βοήθεια («ἐνεύχομαί σοι τήν Ἀφροδίτην μή ἀποκνήσῃς», πάπ.) …
95εξαγγέλλω — (AM ἐξαγγέλλω) νεοελλ. ανακοινώνω, μεταδίδω απόφαση ή είδηση με επισημότητα μσν. εκθέτω στον εξομολόγο, εξομολογούμαι αρχ. (ενεργ. και μέσ.) 1. αναγγέλλω ή ανακοινώνω κάτι, ιδίως μυστικό ή σπουδαία πληροφορία (α. «ἵν ἐξαγγέλλοιεν κατὰ μῆνα τῷ… …
96εξονομαίνω — ἐξονομαίνω (Α) 1. καλώ ονομαστικά 2. εκφράζω ρητά, σαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονομαίνω «ονομάζω» (< όνομα)] …
97εξωτερικεύω — φανερώνω, εκφράζω τις ενδόμυχες σκέψεις μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Βράιλα Αρμένη. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. exteriorize < αγγλ. exterior < λατ. exterus «εξωτερικός»)] …
98επέχω — (AM ἐπέχω) επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη μσν. νεοελλ. φρ. «επέχω θέση, τόπο» έχω ίση αξία, αντικαθιστώ αρχ. μσν. 1. κρατώ, βαστώ κάτι 2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.) 3. συγκρατούμαι («ἀλλ ἐπίσχες» στάσου) μσν. έχω… …
99επευφημώ — (AM ἐπευφημῶ, έω) μσν. νεοελλ. εκφράζω με ζητωκραυγές επιδοκιμασία ή αφοσίωση αρχ. μσν. 1. επιδοκιμάζω θορυβωδώς, δίνω τη συγκατάθεσή μου («ἔνθ ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ αἰδεῑσθαι θ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.) 2. εγκωμιάζω, εξυμνώ αρχ. 1. εύχομαι… …
100επιρρίπτω — (AM ἐπιρρίπτω) [ρίπτω] 1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῑστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ. β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῡ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.) 2.… …