εκφράζω

  • 71Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …

    Deutsch Wikipedia

  • 72Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …

    Deutsch Wikipedia

  • 73Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …

    Deutsch Wikipedia

  • 74έκφημι — ἔκφημι (Α) λέγω, προφέρω, εκφωνώ, εκφράζω, ξεστομίζω …

    Dictionary of Greek

  • 75αθιβάλλω — και αθιβάνω 1. εκφράζω αμφιβολίες, αμφιβάλλω 2. συνομιλώ, συζητώ 3. ανταλλάσσω λόγια, φιλονικώ 4. μιλώ, διηγούμαι, επαινώ, εξυμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφιβάλλω, με ανομοίωση του χειλικού συνεχόμενου συμφώνου φ σε θ, λόγω τού αμέσως ακολουθούντος,… …

    Dictionary of Greek

  • 76αισθηματολογώ — 1. εκφράζω ερωτικά συναισθήματα, ερωτολογώ 2. μιλώ παρασυρόμενος από τα συναισθήματά μου, χωρίς να βασίζομαι στη λογική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθηματολόγος. ΠΑΡ. αισθηματολόγημα] …

    Dictionary of Greek

  • 77αντηχώ — (AM ἀντηχῶ, έω) ανακλώ ήχο, αντιλαλώ νεοελλ. ηχώ, ακούγομαι αρχ. 1. αφιερώνω τραγούδι σε κάποιον ή τραγουδώ για κάποιο γεγονός 2. (για μουσικές χορδές) κάνω αντήχηση 3. εκφράζω αντίθεση με φωνές 4. αντιλέγω …

    Dictionary of Greek

  • 78απεικονίζω — (AM ἀπεικονίζω) 1. παριστάνω κάτι με ζωγραφικό ή πλαστικό έργο 2. περιγράφω, εκφράζω μσν. συλλαμβάνω με τον νου, μελετώ (αρχ., ομαι) συμβολίζω …

    Dictionary of Greek

  • 79αποδεικνύω — κ. αποδείχνω (AM ἀποδεικνύω κ. δείκνυμι) 1. παρέχω στοιχεία για να επιβεβαιώσω ή να τεκμηριώσω ισχυρισμό, υπόθεση, γνώμη 2. κάνω κάτι φανερό, αποκαλύπτω αρχ. Ι. 1. παρουσιάζω 2. υπολογίζω 3. δημοσιεύω νόμο 4. ορίζω, καθορίζω 5. προσφέρω, παρέχω 6 …

    Dictionary of Greek

  • 80αποδοκιμάζω — (AM ἀποδοκιμάζω) δεν εγκρίνω κάτι, το απορρίπτω μετά από έλεγχο νεοελλ. 1. κατακρίνω, ψέγω 2. εκφράζω έντονα την απαρέσκεια μου για κάτι («ο κόσμος αποδοκίμασε τον φονιά») αρχ. μσν. δοκιμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + δοκιμάζω Το απλό ρ. δοκιμάζω (< …

    Dictionary of Greek