εκφράζω

  • 121λεκτικοποιώ — διατυπώνω με λέξεις κάτι το εσωτερικευμένο στην ψυχή μου, εκφράζω σε ζώσα γλώσσα κάτι που νιώθω μέσα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξέν. όρου, πρβλ. γαλλ. verbaliser (< verb «ρήμα, λόγος, λέξη»)] …

    Dictionary of Greek

  • 122μεθοδεύω — (ΑM μεθοδεύω) [μέθοδος] κάνω κάτι με μέθοδο, εκτελώ κάτι με σύστημα και με τέχνη νεοελλ. 1. οργανώνω συστηματικά και εκ τού αφανούς κάτι επιδιώκοντας ορισμένο σκοπό, κατευθύνω, σκηνοθετώ («μεθοδεύουν φιλοτουρκική λύση τού κυπριακού») 2. (η μτχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 123μελοποιώ — (Α μελοποιῶ, έω) [μελοποιός] συνθέτω τη μουσική πεζού ή ποιητικού έργου 2. συνθέτω λυρικά ποιήματα αρχ. 1. προσαρμόζω ποιήματα στη μουσική («ἐλεγεῑα μεμελοποιημένα», Πλούτ.) 2. εκφράζω κάτι με μουσική …

    Dictionary of Greek

  • 124μνημονεύω — (ΑΜ μνημονεύω, ΜΝ και μνημονεύγω και μνημονεύκω) [μνήμων] 1. διατηρώ ή ανακαλώ στη μνήμη μου, σκέπτομαι κάποιον ή κάτι («ἦ μνημονεύεις οὖν ἅ σοι παρῄνεσα;», Σοφ.) 2. ανακαλώ στη μνήμη κάποιου, αναφέρω σε κάποιον κάτι, υπενθυμίζω («ἀληθῆ μέντοι… …

    Dictionary of Greek

  • 125μοιρολογώ — και μυρολογώ έω και άω (ΑΜ μοιρολογῶ, έω) (νεοελλ. μνσ.) 1. θρηνώ νεκρό με μοιρολόγια 2. εκφράζω τη λύπη μου για θλιβερό γεγονός με θρήνο αρχ. λέγω σε κάποιον τη μοίρα του, προλέγω σε κάποιον τα μέλλοντα να τού συμβούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολόγος… …

    Dictionary of Greek

  • 126μονοφωνώ — μονοφωνῶ, έω (Μ) [μονόφωνος] 1. έχω ή εκπέμπω μία μόνο φωνή, έναν ήχο, είμαι μονόφωνος 2. εκφράζω την ίδια γνώμη, συμφωνώ, ομοφωνώ …

    Dictionary of Greek

  • 127μυριοευχαριστώ — μυριοευχαριστῶ και μυριευχαριστώ και μυριοφχαριστῶ (Μ) 1. ευχαριστώ κάποιον πάρα πολλές φορές 2. εκφράζω άπειρες ευχαριστίες για κάτι 3. (το μέσ.) μυριοευχαριστοῡμαι ευχαριστιέμαι πάρα πολύ 4. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) μυριοευχαριστημένος, η …

    Dictionary of Greek

  • 128μυριοκανακίζω — (Μ μυριοκανακίζω) εκφράζω υπερβολικά αισθήματα αγάπης, τρυφερότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κανακίζω] …

    Dictionary of Greek