εκφράζω

  • 101επιρροθώ — ἐπιρροθῶ, έω (Α) [επίρροθος] 1. επικροτώ, επιδοκιμάζω («στάσις δὲ πάγκοινος ἅδ’ ἐπιρροθεῑ», Αισχύλ.) 2. εκφράζω με θόρυβο τη χαρά μου 3. αντηχώ («κτύπῳ δ’ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν καὶ πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 4. (με αιτ.) κοροϊδεύω, εμπαίζω… …

    Dictionary of Greek

  • 102ερμηνεύω — (AM ἑρμηνεύω, Α δωρ. τ. έρμανεύω) [ερμηνεύς] 1. διασαφηνίζω, εξηγῶ, αναπτύσσω κάτι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό 2. (για έργα τέχνης) κατανοώ βαθιά ή εκτελώ με επιτυχία θεατρικό ή μουσικό έργο 3. μεταγλωττίζω από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 103ευαρέσκεια — η 1. το συναίσθημα τής ηθικής ικανοποιήσεως, η ευχαρίστηση, η εκδήλωση ή η έκφραση ευχαριστήσεως («σάς εκφράζω την ευαρέσκειά μου») 2. η ηθική αμοιβή που απονέμεται από την προϊστάμενη αρχή στους υφισταμένους της διοικητικούς υπαλλήλους λόγω τής… …

    Dictionary of Greek

  • 104ευχαρίζομαι — εὐχαρίζομαι και εὐκαρίζομαι (Μ) 1. εκφράζω τις ευχαριστίες μου, ευχαριστώ 2. ευχαριστούμαι, ικανοποιούμαι 3. (το ενεργ. μόν. σε πάπ.) ευχαρίζω ευχαριστώ, αποδίδω ευχαριστίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαρίζομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 105ευχαριστώ — και φχαριστὼ και φχαριστάω (ΑΜ εὐχαριστῶ, έω) [ευχάριστος] 1. προσεύχομαι με ευγνωμοσύνη 2. (κυρίως για θρησκευτικές τελετές) προσφέρω κάτι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. παρέχω σε κάποιον ευχαρίστηση, τέρψη, ψυχική ικανοποίηση («μ… …

    Dictionary of Greek

  • 106εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… …

    Dictionary of Greek

  • 107ηθοποιώ — ἠθοποιῶ, έω (Α) [ηθοποιός] 1. διαπλάθω το ήθος, διαμορφώνω τον χαρακτήρα 2. εικονίζω, περιγράφω πιστά ήθη, χαρακτήρες, εκφράσεις προσώπων με τον λόγο ή με τη ζωγραφική («ἠθοποιεῑ και κατασκευάζει τά πρόσωπα τῷ λόγῳ πιστά», Διον. Αλ.) 3. εκφράζω… …

    Dictionary of Greek

  • 108θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… …

    Dictionary of Greek

  • 109θεολογώ — (AM θεολογῶ, έω) [θεολόγος] 1. διδάσκω τον θείο λόγο 2. εκφράζω την άποψη μου σε θεολογικά ζητήματα αρχ. 1. χαρακτηρίζω, ονομάζω, αποκαλώ 2. θεοποιώ 3. αποδεικνύω τη θεότητα κάποιου 4. ανάγω κάτι στη θεία επιρροή 5. (το ουδ. πληθ. παθ. μτχ. ενεστ …

    Dictionary of Greek

  • 110καινοφραδής — καινοφραδής, ές (Μ) ο εκφρασμένος με καινούργιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φραδής (< φράζω «εκφράζω, λέγω» ή αμάρτυρο *φράδος, το), πρβλ. θεο φραδής ολιγο φραδής] …

    Dictionary of Greek