-
1 έκτος
[эктос] αριθμ. εκ. шестой,εκ.ροχιάζω [эктрохиазо] ρ. совершать крушение поезда,εκ.ροχιασμός [эктрохиазмос]Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έκτος
-
2 выключено
«εκτός λειτουργίας».Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выключено
-
3 нетабельный
εκτός προδιαγραφής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нетабельный
-
4 неуправляемый
εκτός ελέγχου, ακυβέρνητος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неуправляемый
-
5 вне
επίρ.έξω, εκτός•вне города έξω από την πόλη.
πρόθ.χωρίς, εκτός, άνευ•вне очереди χωρίς σειρά•
вне плана εκτός, πλάνου.
εκφρ.вне всяких правил – έξω από κάθε κανόνα•- времени и пространства – εκτός χρόνου και χώρου•вне закона – εκτός νόμου•вне себя – εκτός εαυτού (έξω φρενών)•вне всякого сомнения – χωρίς καμιά αμφιβολία, αναμφίβολα, εκτός πάσης αμφιβολίας. -
6 сверх
сверх 1) (более чего-л.) πάνω από; \сверх плана πάνω από το πλάνο; \сверх программы εκτός προγράμματος; \сверх меры υπερβολικά 2) (кроме) εκτός, επιπλέον; \сверх того εκτός απ' αυτό* * *1) (более чего-л.) πάνω απόсверх пла́на — πάνω από το πλάνο
сверх програ́ммы — εκτός προγράμματος
сверх ме́ры — υπερβολικά
2) ( кроме) εκτός, επιπλέονсверх того́ — εκτός απ' αυτό
-
7 кроме
πρόθ. με γεν. εκτός, παρεκτός, πλην, εξαιρέσει, με εξαίρεση, εξαιρουμένου, έξω, εξόν•кроме него никого не видел εκτός απ αυτόν δεν είδα κανέναν άλλον.
εκφρ.кроме того – (παρνθ. λ.) εκτός αυτού (τούτου), εκτός απ αυτό•кроме шуток – εξόν τ αστεία•кроме как... – (χωρίς πτωτική διάκριση)• εκτός στον (στην κ.τ.τ.), εκτός απο..., μόνο στον (στην κ.τ.τ.). -
8 вне
вне έξω, εκτός· \вне очереди χωρίς σειρά, αμέσως επιγόντως (срочно) \вне конкурса εκτός συναγωνισμού ◇ \вне себя έξω φρενών \вне всякого сомнения χωρίς καμιά αμφίβολα* \вне игры спорт, οφσάιντ* * *έξω, εκτόςвне о́череди — χωρίς σειρά, αμέσως; επιγόντως ( срочно)
вне ко́нкурса — εκτός συναγωνισμού
••вне себя́ — έξω φρενών
вне вся́кого сомне́ния — χωρίς καμιά αμφιβολία
вне игры́ — спорт. όφσαϊντ
-
9 кроме
-
10 вне
внепредлог с род. п. ἔξω, ἐκτος:\вне города ἔξω ἀπ' τήν πόλη· \вне дома ἐξω ἀπ' τό σπίτι· \вне конкурса ἐκτος συναγωνισ-μοῦ· \вне очереди ἀμέσως, ἐπειγόντως· \вне подозрений δξω ἀπό κάθε ὑπόνοια· \вне опасности ἐκτός κινδύνου· ◊ \вне всякого сомнения χωρίς καμμιά ἀμφιβολία· \вне закона ἐκτός νόμου· быть \вне себя εἶμαι ἐξω φρενών быть \вне себя от радости εἶμαι ἐξαλλος ἀπό χαρά. -
11 разве
μόριο κ. σύνδ.1. (με σημ. αμφιβολίας)• άραγε(ς), τάχα, -ατές, μήπως, μήγαρις•разве он приехал? άραγε αυτός ήρθε;•
разве можно так говорить старшему? άραγε επιτρέπεται να μιλάς έτσι στο μεγαλύτερο σου;•
разве это справедивость? άραγε αυτό είναι δικαιοσύνη;
2. ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν επιτρέπεται• πρέπει (με τις λ. можно, возможно) разве можно ему верить? άραγε μπορείς να τον πιστέψεις; να εμπιστευτείς σ αυτόν;3. σύνδ. (με τις λ. только, что)• μη υπολογίζοντας, εκτός αυτού, μόνο•я ничего не.знаю
- только то, что он убит δεν ξέρω τίποτε άλλο, εκτός από το ότι είναι σκοτωμένος. || με σημ. αν δεν..., αν μόνο δεν...• я непременно к вам приду разве дождь помешает θα έρθω οπωσδήποτε σε σας, εκτός αν βρέξει (εκτός μόνο αν η βροχή σταθεί εμπόδιο). -
12 кроме
кромепредлог с род. п. ἐκτός, πλην:\кроме него́ я никого́ не зна́ю ἐκτός ἀπ· αὐτόν δέν γνωρίζω κανέναν ἀλλον \кроме того ἐκτός τούτου, πλην τούτου· ◊ \кроме шу́ток χωρίς ἀστεία. -
13 помимо
помимопредлог с род. п.1. (сверх, кроме) ἐκτός, χώρια:\помимо того ἐκτός ἀπό τό ὅτι· \помимо всего́ прочего ἐκτός ἀπ' ὅλα τ' ἄλλα·2. (без участия) χωρίς νά:\помимо своей во́ли χωρίς νά τό θέλει· \помимо меня ἐν ἀγνοία μου. -
14 кроме
[κρόμι] κρόθ. εκτός, πλην, εκτός τούτου, εκτός από -
15 кроме
[κρόμι] κρόθ. εκτός, πλην, εκτός τούτου, εκτός από -
16 внеплановый
επ.ο χωρίς πλάνο, εκτός πλάνου καμωμένος•-ое здание κτίριο εκτός πλάνου•
-ая работа εργασία εκτός πλάνου (που δεν προβλέπεται από το πλάνο).
-
17 закон
закон м о νόμος, ο θεσμός вне \закона εκτός νόμου* * *мο νόμος, ο θεσμόςвне зако́на — εκτός νόμου
-
18 исключение
исключение с η εξαίρεση; в виде \исключениея σαν εξαίρεση, κατ' εξαίρεση без \исключенией χωρίς εξαίρεση, ανεξαιρέτως за \исключениеем... εκτός...* * *сη εξαίρεσηв ви́де исключе́ния — σαν εξαίρεση, κατ' εξαίρεση
без исключе́ний — χωρίς εξαίρεση, ανεξαιρέτως
за исключе́нием… — εκτός…
-
19 конкурс
конкурс м о συναγωνισμός, о διαγωνισμός, το διαγώνισμα участник \конкурса о διαγωνιστής - вне \конкурса εκτός συναγωνι σμού* * *мο συναγωνισμός, ο διαγωνισμός, το διαγώνισμαуча́стник ко́нкурса — ο διαγωνιστής
••вне ко́нкурса — εκτός συναγωνισμού
-
20 помимо
См. также в других словарях:
ἐκτός — without indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκτός — qualities masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕκτος — sixth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτός — (I) ἑκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που μπορεί κανείς να τον έχει, να τον αποκτήσει 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκτά οι ιδιότητες τής ουσίας (κατά τους Στωικούς). (II) επίρρ. (AM ἐκτός) 1. έξω, μακριά, προς τα έξω («στῆ δ ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ) 2.… … Dictionary of Greek
εκτός — 1. ως επίρρ. τοπ. με ρ., έξω, μακριά, προς τα έξω: Ο ίδιος κατοικεί στην πόλη, ο πατέρας του όμως μένει εκτός. 2. ως πρόθ. με την από και αιτ., πλην, εξόν, παρεκτός: Όλοι συμφωνούν εκτός από αυτόν. 3. στη χρήση αυτή εκφέρεται με τους συνδ. εάν,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκτος — η, ο (AM ἕκτος, η, ον) (τακτ. αριθμ.) αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό έξι νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το έκτο ένα από τα έξι ίσα μέρη ενός συνόλου 2. (το ουδ. ως επίρρ.) το έκτο κατά την έκτη σειρά ή για έκτη φορά αρχ. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
έκτος — η, ο αριθμ. τακτ. 1. που σε αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό 6. 2. το θηλ. ως ουσ., έκτη το διάστημα μεταξύ έξι φθόγγων της μουσικής κλίμακας (πρβλ. ογδόη). 3. το ουδ. ως ουσ., έκτο ένα από τα έξι ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε κάτι, το 1/6 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοὐκτός — ἑκτός , ἑκτός qualities masc nom sg ἐκτός , ἐκτός without indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκτά — ἑκτός qualities neut nom/voc/acc pl ἑκτά̱ , ἑκτός qualities fem nom/voc/acc dual ἑκτά̱ , ἑκτός qualities fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκριμένη ποίηση — Εκτός από τη ζωγραφική η έννοια του «συγκεκριμένου» επηρέασε και τον ποιητικό λόγο και, γενικότερα, τη λογοτεχνία. Στην πρώτη χρονολογικά Ανθολογία συγκεκριμένης ποίησης (1983), που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ο ανθολόγος Κ. Γιαννουλόπουλος, ανάμεσα … Dictionary of Greek
'κτός — ἐκτός , ἐκτός without indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)