εκτοξεύω
81τοξεύω — τόξεψα, τοξεύτηκα 1. ρίχνω με το τόξο: Οι Σκύθες τόξευαν πάνω σε άλογα. 2. τραυματίζω με το βέλος που ρίχνω: Τοξεύτηκε στο γόνατο. 3. εκτοξεύω, εκσφενδονίζω: Οι γυναίκες τόξευαν πέτρες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
82φλιτάρω — φλιτάρισα, φλιταρίστηκα, φλιταρισμένος, μτβ., με ειδική συσκευή εκτοξεύω πυκνά σταγονίδια φλιτ (βλ. λ.), για την εξόντωση διάφορων εντόμων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
83φυσώ — φύσησα και φύσηξα, φυσήθηκα και φυσήχτηκα, φυσημένος και φυσηγμένος 1. μτβ., εκτοξεύω αέρα σε κάτι με το στόμα ή με τα ρουθούνια ή με φυσερό ή με άλλο μέσο: Φυσώ τη φωτιά. 2. με φύσημα γεμίζω ασκό ή σωλήνα με αέρα: Φυσάει την γκάιντα. 3. με… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)