εκτοξεύω
71σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …
72τοξεύω — ΝΜΑ [τόξον] 1. ρίχνω με το τόξο 2. συνεκδ. χτυπώ, τραυματίζω κάποιον με βέλος («τοξεύειν ἔλαφον», Αριστοτ.) 3. (γενικά) εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω (α. «τοξεύειν ὕμνους», Πίνδ. β. «ταῡτα νοῡς ἐτόξευσεν μάτην», Ευρ.) αρχ. 1. βάλλω εναντίον… …
73τοξοβαλλίστης — ὁ, Μ καταπελταφέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + βαλλίζω «εκτοξεύω βλήματα» (πρβλ. και λατ. ballista)] …
74υπερακοντίζω — ὑπερακοντίζω ΝΜΑ 1. ακοντίζω πέρα από τον στόχο, ρίχνω το ακόντιο μακρύτερα από τους άλλους 2. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω (α. «υπερακόντισε σε πολυλογία όλους τους συναδέλφους του ομιλητές» β. «αὐτὸν σε ὑπερηκόντισε τῇ ἀναιδείᾳ», Λουκιαν.… …
75φιάλλω — και ἐφιάλλω Α 1. αναλαμβάνω, επιχειρώ κάτι («ὅπως ἕργῳ φιαλοῡμεν», Αριστοφ.) 2. (Σχόλ. Αριστοφ.) «φιαλεῑν μὲν κυρίως τὸ τῇ φιάλῃ πίνειν, νῡν δ ἴσως καὶ κακεμφάτως». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μέλλ. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν, που απαντούν στον Αριστοφ., έχουν… …
76χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …
77βάλλω — έβαλα, βλήθηκα 1. ρίχνω σφαίρα, πέτρα: Τα στρατεύματα έβαλλαν κατά του εχθρού. 2. εκτοξεύω κατηγορίες, μέμφομαι: Βάλλει εναντίον μου για προσωπικούς λόγους. 3. βάζω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
78εκσφενδονίζω — εκσφενδόνισα, εκσφενδονίστηκα, εκσφενδονισμένος, μτβ., ρίχνω με ορμή και μακριά σαν με σφεντόνα, εκτοξεύω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
79εξακοντίζω — εξακόντισα, εξακοντίστηκα, εξακοντισμένος, μτβ. (κυριολ. και μτφ.), ρίχνω κάτι ως ακόντιο, δηλ. με ορμή και μακριά, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω, εξαπολύω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
80συκοφαντώ — συκοφάντησα, συκοφαντήθηκα, συκοφαντημένος, εκτοξεύω συκοφαντίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω: Με συκοφάντησε από φθόνο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)