εκτοξεύω

  • 61μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν …

    Dictionary of Greek

  • 62περιιάλλω — Α ρίχνω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἰάλλω «ρίχνω, εκτοξεύω»] …

    Dictionary of Greek

  • 63περιτοξεύω — Α 1. εκτοξεύω βέλη από όλες τις διευθύνσεις 2. υπερακοντίζω …

    Dictionary of Greek

  • 64πετροβολώ — άω και έω / πετροβολῶ, έω, ΝΜΑ [πετροβόλος] σημαδεύω κάποιον με πέτρες, λιθοβολώ («με το ποτάμι μάλωνε και τό πετροβολούσε», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. ρίχνω σε κάποιον κάθε είδους μικρά αντικείμενα («να μάσω μοσχοκάρυδα να τήν πετροβολήσω») 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 65πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ …

    Dictionary of Greek

  • 66προφέρω — ΝΜΑ, και προφέρνω Ν εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ. γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.) μσν. αρχ. φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ...… …

    Dictionary of Greek

  • 67προϊάλλω — Α εξαποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἱάλλω «ρίπτω, εκτοξεύω»] …

    Dictionary of Greek

  • 68ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …

    Dictionary of Greek

  • 69σπίθα — η, Ν 1. ο σπινθήρας («εύκολα και τα κάρβουνα κι η σπίθα αναλαμπάνει τ άχερα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. (για αισθήματα και καταστάσεις) η αρχική αιτία, το πρώτο έναυσμα («από μια σπίθ απόμικρη φωτιά μεγάλη γίνη», Ερωτόκρ.) 3. φρ. α) «τα μάτια του βγάζουν …

    Dictionary of Greek

  • 70συνεκκρούομαι — Α απομακρύνομαι από τον σκοπό μου μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκρούω «εξωθώ, εκτοξεύω, αποκρούω»] …

    Dictionary of Greek