εκπιπτω

  • 11προσεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. (για τα νεύρα και τις σάρκες) μαραίνομαι, νεκρώνομαι («τῶν νεύρων προσεκπεσουμένων», Ιπποκρ.) 2. μτφ. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ («μυθῶδες τὸ πλάσμα καὶ εἰς πᾶν προσεκπῑπτον τὸ ἀδύνατον», Λογγίν.) …

    Dictionary of Greek

  • 12συνεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. εκβάλλομαι, απορρίπτομαι συγχρόνως 2. εκτρέπομαι από την ευθεία οδό μαζί με κάποιον 3. εξορίζομαι μαζί με κάποιον 4. διασκορπίζομαι, εξαφανίζομαι («ἀτμὸς συνεκπίπτει ἀπιόντι τῷ θερμῷ», Πλούτ.) 5. εξορμώ μαζί με άλλον εναντίον… …

    Dictionary of Greek

  • 13υπεκπίπτω — Α 1. αποτυγχάνω, αστοχώ, χάνω («ὑπεκπίπτω τοῡ καιροῡ», Ιώσ.) 2. (για όργανο τού σώματος) παθαίνω πρόπτωση, μετατοπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκπίπτω «χάνω, πέφτω έξω, παρεκκλίνω, αποτυγχάνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 14υπερεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. πέφτω πέρα από τον στόχο, υπερβαίνω 2. υπερβαίνω το μέτρο …

    Dictionary of Greek

  • 15υποδίδωμι — Α [δίδωμι] (αμτβ.) 1. υποχωρώ, ενδίδω 2. (για δύναμη ή εξουσία) παρακμάζω ή εκπίπτω …

    Dictionary of Greek

  • 16υπολείπω — ὑπολείπω ΝΜΑ [λείπω] 1. αφήνω κάτι ως υπόλειμμα, αφήνω υπόλειμμα 2. (το μεσ.) υπολείπομαι α) μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, απομένω (α. «υπολείπονται δύο δόσεις ακόμη» β. «πέμπτον δ ὑπελείπετ ἄεθλον», Ομ. Ιλ.) β) (μτφ. με γεν.) μένω πίσω,… …

    Dictionary of Greek

  • 17χρεωκοπώ — και χρεοκοπώ / χρεωκοπῶ και χρεοκοπῶ, έω, ΝΑ [χρεωκόπος] νεοελλ. 1. αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, να πληρώσω τα χρέη μου, κηρύσσω πτώχευση 2. μτφ. εκπίπτω ηθικώς, χάνω την ισχύ και το κύρος μου, αποτυγχάνω, φαλίρω («πέτυχε …

    Dictionary of Greek

  • 18ԹՕԹԱՓԵՄ — (եցի.) NBH 1 0824 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 11c, 12c, 13c ն. ἑκτινάσσω, ἁποτινάσσω excutio ἁποσείω amoveo. կամ ἑκρυέω effluo, defluo ἑκπίπτω excido եւն. կամ Թափելով թափել. ʼի բաց թափել. ʼի վայր հոսել ցնցելով… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)