εκλειπω
1εκλείπω — εκλείπω, (εξέλειψα) βλ. πίν. 9 Σημειώσεις: εκλείπω : χρησιμοποιείται ακόμη και ο λόγιος αόριστος σε στερεότυπες εκφράσεις όπως: εξέλιπε ο κίνδυνος και στη μτχ. εκλιπών (→ ο μακαρίτης) …
2ἐκλείπω — leave out pres subj act 1st sg ἐκλείπω leave out pres ind act 1st sg …
3εκλείπω — (AM ἐκλείπω) 1. αφήνω τη ζωή, πεθαίνω (α. «ο εκλιπών» ο νεκρός β. «οι εκλιπόντες» οι νεκροί) 2. παύω να υπάρχω («λοιμώδεις νόσοι που έχουν εκλείψει», «εκλείπουν τα εφόδια», «Χαῑρε δι ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει») 3. (για ουράνια σώματα) παθαίνω έκλειψη μσν …
4ἐκλελειμμένα — ἐκλείπω leave out perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐκλελειμμένᾱ , ἐκλείπω leave out perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐκλελειμμένᾱ , ἐκλείπω leave out perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ἐκλείπετε — ἐκλείπω leave out pres imperat act 2nd pl ἐκλείπω leave out pres ind act 2nd pl ἐκλείπω leave out imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
6ἐκλείπῃ — ἐκλείπω leave out pres subj mp 2nd sg ἐκλείπω leave out pres ind mp 2nd sg ἐκλείπω leave out pres subj act 3rd sg …
7ἐκλειπόμενον — ἐκλείπω leave out pres part mp masc acc sg ἐκλείπω leave out pres part mp neut nom/voc/acc sg …
8ἐκλειπόντων — ἐκλείπω leave out pres part act masc/neut gen pl ἐκλείπω leave out pres imperat act 3rd pl …
9ἐκλειφθέντα — ἐκλείπω leave out aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐκλείπω leave out aor part pass masc acc sg …
10ἐκλελειμμέναι — ἐκλείπω leave out perf part mp fem nom/voc pl ἐκλελειμμένᾱͅ , ἐκλείπω leave out perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …