Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εκκλησία

См. также в других словарях:

  • εκκλησία — εκκλησία, η και εκκλησιά, η 1. το σύνολο των χριστιανών, ο χριστιανισμός, η χριστιανοσύνη. 2. το σύνολο των θρησκευτικών λειτουργών και ιδρυμάτων μιας χώρας, που υπάγονται σε αυτοκέφαλη ορθόδοξη εκκλησιαστική εξουσία: Η Εκκλησία της Κύπρου. 3. το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκκλησία — ἐκκλησίᾱ , ἐκκλησία assembly duly summoned fem nom/voc/acc dual ἐκκλησίᾱ , ἐκκλησία assembly duly summoned fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… …   Dictionary of Greek

  • ἐκκλησίᾳ — ἐκκλησίαι , ἐκκλησία assembly duly summoned fem nom/voc pl ἐκκλησίᾱͅ , ἐκκλησία assembly duly summoned fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκκλησία του δήμου — Στην ελληνική αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι λαϊκές συνελεύσεις, που αποτελούσαν το ανώτατο όργανο άσκησης της εξουσίας στη δημοκρατική πολιτεία. Στην ε. του δ. συμμετείχαν, με δικαίωμα λόγου και ψήφου, όλοι οι πολίτες –οι ελεύθεροι από πατέρα… …   Dictionary of Greek

  • Επισκοπαλική Εκκλησία — Εκκλησία που αποσπάστηκε από την Αγγλικανική και έγινε ανεξάρτητη κατά την περίοδο της Αμερικανικής επανάστασης. Το έτος ίδρυσής της τοποθετείται στο 1789, όταν επικυρώθηκε στη Φιλαδέλφεια γενική εκκλησιαστική συνθήκη της Προτεσταντικής Εκκλησίας …   Dictionary of Greek

  • Ορθόδοξη Εκκλησία — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι ανατολικές χριστιανικές κοινότητες, που ύστερα από μακρές αντιθέσεις, χωρίστηκαν από τη Ρώμη μετά το σχίσμα (11ος αι.), προπάντων γιατί ήταν αντίθετες στο θέμα του πρωτείου του πάπα σε όλο τον χριστιανικό… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελική Εκκλησία — Προτεσταντική ομολογία την οποία ίδρυσε, αρχικά με την ονομασία Ευαγγελική Εταιρεία, ο Αμερικανός μεθοδιστής Ιάκωβος Άλμπρεχτ (1759 1808). Αργότερα, το 1922, μετονομάστηκε Ευαγγελική Εκκλησία. Η διδασκαλία της είναι κράμα μεθοδισμού και ηθικού… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανίας, Ορθόδοξη Εκκλησία — Ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1937 με την έκδοση σχετικού πατριαρχικού και συνοδικού τόμου του οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Αφού δέχτηκε διωγμούς και διώξεις από το κομουνιστικό καθεστώς της χώρας, μέχρι την πλήρη εξάρθρωσή της,… …   Dictionary of Greek

  • Καθολική Εκκλησία — Βλ. λ. Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»