εκκενώνομαι

  • 1εκκενώνομαι — εκκενώνομαι, εκκενώθηκα, εκκενωμένος βλ. πίν. 4 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2αδειάζω — (Μ ἀδειάζω) έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ νεοελλ. 1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω 2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι 3. ερημώνομαι 4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού 5. φρ. «άδειασέ μας… …

    Dictionary of Greek

  • 3εκχωρίζω — ἐκχωρίζω (AM) μσν. 1. χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από τους άλλους, ξεκόβω 2. διαφωνώ και έρχομαι σε φιλονικία αρχ. (για περιττώματα) αποχωρώ, εκκενώνομαι …

    Dictionary of Greek

  • 4εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 5ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) …

    Dictionary of Greek

  • 6προεκλείπω — Α 1. εγκαταλείπω προηγουμένως κάποιον, αρνούμαι να τόν βοηθήσω 2. παθ. προεκλείπομαι (για πόλη) εγκαταλείπομαι, εκκενώνομαι από τους κατοίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκλείπω «εγκαταλείπω»] …

    Dictionary of Greek