εκθέσεως
1ἐκθέσεως — ἐκθέσεω̆ς , ἔκθεσις exposure fem gen sg (attic) …
2φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …
3Greek language question — The Greek language question ( el. γλωσσικό ζήτημα, short: το γλωσσικό) was a dispute discussing the question whether the language of the Greek people (Dimotiki) or an archaic imitation of Ancient Greek (Katharevousa) should be the official… …
4Cuestión lingüística griega — La cuestón lingüística griega o debate lingüístico griego (en griego γλωσσικό ζήτημα, glosikó zítima o simplemente γλωσσικό, glosikó) fue una disputa que discutía si la lengua oficial de Grecia debía de ser la lengua popular (griego demótico o… …
5αδρομέρεια — η [αδρομερής] 1. σύσταση ή έκθεση λόγου ή πράγματος σε αδρές, σε γενικές γραμμές 2. ένα από τα μέρη αυτής τής μη λεπτομερειακής εκθέσεως …
6επισκέπτης — ο (θηλ. επισκέπτρια) (AM ἐπισκέπτης) μσν. νεοελλ. 1. αυτός που επισκέπτεται χώρο εκθέσεων, μουσείο κ.λπ. («οι επισκέπτες τής εκθέσεως») 2. αυτός που επισκέπτεται κάποιον στο σπίτι ή στο γραφείο του νεοελλ. τεχνίτης τής υπηρεσίας έλξεως… …
7σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …
8ЕВФИМИЙ ЗИГАБЕН — [правильнее Зигавин, вариант Зигадин; греч. Ζιϒαβηνός или Ζυϒαδηνός, в рукописях встречаются Ζηϒαβηνός, Ζιϒαβινός, Ζυϒαβηνός, Ζηϒαμβρηνός и др.] (ок. 1050 ок. 1122), визант. мон., богослов, экзегет и полемист. Е. З. (в миру Иоанн) жил в К поле в… …