Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εκδούλευση

  • 1 услуга

    услу́г||а
    ж
    1. ἡ ὑπηρεσία, ἡ ἐξυπηρέτηση[-ις], ἡ ἐκδούλευση [-ις]:
    оказа́ть \услугау κάνω ἐκδούλευση, ἐξυπηρετώ· предлагать свои́ \услугаи προσφέρω τίς ὑπηρεσίες μου· κ вашим \услугаам στή διάθεσή σας· готовый κ \услугаам (в письме) πρόθυμος νά σας ἐξυπηρετήσω·
    2. \услугаи мн. (обслуживание) ἡ ὑπηρεσία:
    коммунальные \услугаи τά κοινόχρηστα· бюро́ добрых услу́г γραφείο ἐξυπηρετήσεως.

    Русско-новогреческий словарь > услуга

  • 2 заслужить

    -ужу, -ужишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заслуженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αξίζω, είμαι άξιος, μου αξίζει, μου πρέπει•

    заслужить награду αξίζω αμοιβής•

    заслужить наказание αξίζω τιμωρίας.

    2. αξίζω προσφέροντας υπηρεσία,εκδούλευση.
    3. ανταποδίδω (εξυπηρέτηση, εκδούλευση κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > заслужить

  • 3 медвежяй

    медвеж||яй
    прил ἄρκτειος, ἀρκουδήσιος:
    \медвежяйья шкура τό ἀρκουδοτόμαρο, ἡ δορά τῆς ἄρκτοῦ, ἡ ἀρκτή· ◊ \медвежяй угол τό ἀπόκεντρο μέρος, τό ἀπομακρυσμένο μέρος· оказать \медвежяйыо услугу κάνω σέ κάποιον κακή ἐκδούλευση.

    Русско-новогреческий словарь > медвежяй

  • 4 одолжение

    одолжение
    с ἡ καλωσύνη (любезность)/ ἡ ἐκδούλευση [-ις], ἡ ὑπηρεσία (услуга):
    оказывать \одолжение κάνω ἐκδούλευ-ση· ◊ сделай(те) \одолжение κάμε(τέ) μου τήν χάρη.

    Русско-новогреческий словарь > одолжение

  • 5 отличие

    отли́ч||ие
    с
    1. ἡ διαφορά, ἡ διαστολή, ἡ διάκριση [-ις]:
    существенное \отличие ἡ οὐσιώδης διαφορά· знак \отличиеия τό διακριτικό σήμα· зиа́ки \отличиеия τά παράσημα· в \отличие от... ἀντίθετα ἀπό, ἀντιθέτως προς...·
    2. (заслуга) ἡ ἀξία, ἡ ἐκδούλευση [-ις], ἡ διαπρεπής ὑπηρεσία:
    окончить с \отличиеием (школу и т. п.) τελειώνω μέ ἀριστα, τελειώνω ἀριστούχος.

    Русско-новогреческий словарь > отличие

  • 6 служба

    слу́жб||а
    ж
    1. ἡ ὑπηρεσία/ ἡ θέση (место):
    госуда́рственная \служба ἡ κρατική ὑπηρεσία· действительная \служба воен. ἡ ἐνεργός ὑπηρεσία· быть на военной \службае ὑπηρετώ στον στρατὅ поступить на \службау μπαίνω στήν ὑπηρεσία, διορίζομαι·
    2. (отрасль, организация) ἡ ὑπηρεσία, то τμήμα:
    \служба связи воен. ἡ ὑπηρεσία διαβιβάσεων \служба погоды ἡ μετεωρολογική ὑπηρεσία·
    3. церк. λειτουργία, ἡ θεία λειτουργία, ἡ ἀκολουθία·
    4. \службаы мн. (постройки) уст. τά παραρτήματα σπιτιοϋ, τά ὑπηρεσιακά κτίρια· ◊ сослужить кому́-л. \службау παρέχω ἐκδούλευση σέ κάποιον не в \службау, а в дру́жбу погов. χάριν φιλίας.

    Русско-новогреческий словарь > служба

  • 7 сослужить

    сослужить
    сов:
    \сослужить службу кому-л. κάνω ἐκδούλευση κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > сослужить

  • 8 удружить

    удружи||ть
    сов разг
    1. κάνω τήν χάρη, ἐξυπηρετώ κάποιον
    2. ирон. κἀνω μαύρη ἐκδούλευση:
    ну и \удружитьл ты нам! μας ὑποχρέωσες!

    Русско-новогреческий словарь > удружить

  • 9 выслуживание

    ουδ.
    βλ. выслуга. || εκδούλευση, εξυπηρέτηση για απόκτηση της εύνοιας των ανωτέρων.

    Большой русско-греческий словарь > выслуживание

  • 10 обслуживание

    ουδ.
    1. εξυπηρέτηση• εκδούλευση•

    медицинское обслуживание ιατρική περίθαλψη•

    бригада отличного -я μπριγάδα άριστης εξυπηρέτησης των αγοραστών (πελατών).

    2. χειρισμός επίβλεψη•

    обслуживание машин επίβλεψη (λειτουργίας) μηχανών.

    Большой русско-греческий словарь > обслуживание

  • 11 одолжение

    ουδ.
    1. δανεισμός, δάνεισμα. || τα δανεικά χρήματα.
    2. υποχρέωση• καλοσύνη εκδούλευση, εξυπηρέτηση.
    εκφρ.
    сделайте одолжение – α) κάνετε μου τη χάρη. β) συγκατατεθείτε (φιλοφρονητική έκφραση).

    Большой русско-греческий словарь > одолжение

  • 12 служить

    слуяу, служишь, μτχ. ενστ. служащий
    ρ.δ.
    1. υπηρετώ (εκτελώ δημόσια, στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία).
    2. παλ. είμαι υπηρέτης, δούλος.
    3. παλ. δουλεύω σαν υποταγής. || προσφέρω εκδούλευση• εξυπηρετώ.
    4. προσφέρω τις υπηρεσίες μου•

    служить родине υπηρετώ την πατρίδα•

    служить народу υπηρετώ το λαό.

    || αποδίδομαι ολοκληρωτικά σε κάτι•

    служить бахусу το ρίχνω στο πιοτί (λατρεύω το Βάκχο)•

    служить Мамоне λατρεύω το Μαμωνά (τον πλούτο).

    5. εκτελώ τον προορισμό μου (για μέλη, όργανα του σώματος κ.τ.τ.).
    6. χρησιμεύω, χρησιμοποιούμαι•

    шинель эта -ла мне одеялом αυτή η χλαίνη μου χρησίμευσε για σκέπασμα•

    служить примером χρησιμεύω για παράδειγμα.

    7. ιερατευω• λειτουργώ, εκτελώ λειτουργία.
    8. (για μερικά ζώα) στέκομαι στα πισινά πόδια.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (6 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > служить

  • 13 сослужить

    ρ.σ. μ: сослужить службу α) εξυπηρετώ, προσφέρω εξυπηρέτηση, εκδούλευση. β) εκτελώ το χρέος μου.

    Большой русско-греческий словарь > сослужить

  • 14 услуга

    θ.
    1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση•

    услуга оказать -у παρέχω (προσφέρω) εξυπηρέτηση, εξυπηρετώ•

    дружеская услуга φιλική εξυπηρέτηση•

    услуга благодарю вас за вашу -у σας ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση σας.

    2. πλθ. услугаи υπηρεσίες, εξυπηρέτησε ις.
    3. αθρσ. παλ. το υπηρετικό προσωπικό.
    εκφρ.
    к вашим -ам – στη διάθεση σας•
    к его -ам – στη διάθεση,του•
    бюро добрых -уг – γραφείο εξυπηρέτησης•
    комната с -ими – δωμάτιο με όλα τα απαραίτητα.

    Большой русско-греческий словарь > услуга

  • 15 услужить

    -ужу, -ужишь
    ρ.σ.
    (με δοτ.) προσφέρω (παρέχω) υπηρεσία ή εκδούλευση εξυπηρετώ.

    Большой русско-греческий словарь > услужить

См. также в других словарях:

  • εκδούλευση — η 1. εξυπηρέτηση που γίνεται χαριστικά 2. ωφέλιμη ενέργεια 3. κατάχρηση μισθού …   Dictionary of Greek

  • εκδούλευση — η η παροχή υπηρεσίας σε κάποιον, εξυπηρέτηση: Είμαι υποχρεωμένος για τις εκδουλεύσεις σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θέλημα — το (AM θέλημα, Μ και θέλημαν) [θέλω] θέληση, επιθυμία («γενηθήτω το θέλημά σου») νεοελλ. 1. μικρή εκδούλευση, εκτέλεση παραγγελίας ή μεταφοράς φορητού πράγματος, μικρή εξυπηρέτηση («κάνε μου ένα θέλημα») 2. παροιμ. «πηγαίνει νιος στο θέλημα κι… …   Dictionary of Greek

  • αποζημιώνω — 1. πληρώνω αποζημίωση 2. ικανοποιώ τις απαιτήσεις κάποιου για βλάβη που του προξένησα 3. ανταμείβω κάποιον για εκδούλευση ή προσφορά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ζημιώνω. Η λ. αποζημιώ ( όω) μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και …   Dictionary of Greek

  • δούλεψη — η (AM δούλευσις Μ και δούλεψις) δουλεία, σκλαβιά μσν. νεοελλ. 1. δουλειά, εργασία 2. δουλική εργασία, αγγαρεία 3. αμοιβή εργασίας 4. εκδούλευση, εξυπηρέτηση νεοελλ. ερωτική σκλαβιά («στη δούλεψη τής αγάπης») μσν. 1. εκείνο που δημιουργεί κανείς… …   Dictionary of Greek

  • ευκολία — η (ΑΜ εὐκολία, Μ και εὐκολιά) [εύκολος] η ιδιότητα τού εύκολου, η ευχέρεια, η άνεση (α. «ευκολία στο γράψιμο» β. «εὐκολία πρὸς τὴν ποίησιν» ικανότητα, ευχέρεια στο να γράφει κάποιος στίχους, Πλούτ.) νεοελλ. 1. χρηματική διευκόλυνση, εκδούλευση,… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • καθυποχρεώνω — (επιτατ. τού υποχρεώνω) υποχρεώνω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, καταϋποχρεώνω κάποιον προσφέροντας μεγάλη εκδούλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο χρεώνω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυποχρεώ, μαρτυρείται από το 1829 στον Κωνσταντίνο Κυρ. Αριστεία] …   Dictionary of Greek

  • μίζα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Ιουλίου 1905. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,4 και βρίσκεται σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,12. Διεθνώς ονομάζεται Misa 569. * * …   Dictionary of Greek

  • ρουσφέτι — και ροσφέτι, το, Ν 1. δωροδοκία 2. χαριστική παροχή εκ μέρους τής κυβερνητικής ή άλλης εξουσίας, σε οπαδούς ή γνωστούς, με καταστρατήγηση συνήθως τής νομοθεσίας και τών κανονισμών, αποτέλεσμα φανερής ή κρυφής συναλλαγής 3. οποιαδήποτε χαριστική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»