εκδηλώνω

  • 1εκδηλώνω — εκδηλώνω, εκδήλωσα βλ. πίν. 3 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2εκδηλώνω — (AM ἐκδηλῶ, όω) καθιστώ έκδηλο κάτι, δείχνω κάτι σαφώς, φανερώνω («εξεδήλωσε την ευγνωμοσύνη του») νεοελλ. 1. παθ. (για πράγμ.) εμφανίζομαι, ξεσπώ («εκδηλώθηκε στάση») 2. μέσ. φανερώνω τίς προθέσεις μου («εκδηλώθηκε υπέρ τής βασιλείας») 3. μτφ.… …

    Dictionary of Greek

  • 3εκδηλώνω — εκδήλωσα, εκδηλώθηκα, εκδηλωμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι ολοφάνερο, το φανερώνω, το εξωτερικεύω: Εκδηλώνει την αντιπάθειά του. 2. το μέσ., εκδηλώνομαι φανερώνω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, εξωτερικεύομαι. 3. (για πράγματα), εμφανίζομαι, ξεσπώ …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4κατασπάζομαι — (AM κατασπάζομαι) καταφιλώ, ασπάζομαι κάποιον επανειλημμένως, τόν γεμίζω φιλιά μσν. δέχομαι, αποδέχομαι, συμμερίζομαι αρχ. 1. εκδηλώνω την αγάπη μου, τη συμπάθειά μου 2. (για βασιλιά) εκδηλώνω τον σεβασμό μου …

    Dictionary of Greek

  • 5βεβαιώνω — (AM βεβαιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, πιστοποιώ 2. εξασφαλίζω κάτι υπεύθυνα σε κάποιον νεοελλ. ( ομαι) εξακριβώνω, διαπιστώνω την αλήθεια αρχ. 1. καθιστώ ισχυρή τη θέση μου στη συζήτηση, ενισχύομαι στα επιχειρήματά μου 2. εκδηλώνω τον… …

    Dictionary of Greek

  • 6γαυριάζω — 1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω 2. γαυριώ*, καμαρώνω 3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι 4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις ζω (πρβλ. ρουφίζω… …

    Dictionary of Greek

  • 7δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …

    Dictionary of Greek

  • 8διατρανώνω — (AM διατρανῶ, όω) [τρανώ] διηγούμαι κάτι σαφώς, διασαφηνίζω νεοελλ. εκδηλώνω τις σκέψεις μου με παρρησία και ζωηρότητα …

    Dictionary of Greek

  • 9εκφαίνω — (AM ἐκφαίνω) φέρνω στο φως, φανερώνω, εκδηλώνω, αποκαλύπτω μσν. (με αιτ. προσ.) προβαίνω σε αποκαλύψεις σε βάρος κάποιου αρχ. 1. (για τα μάτια) αστράφτω, λάμπω («ἐν δὲ οἱ ὄσσε δεινὸν ἐξεφάανθεν» τα μάτια του έλαμψαν φοβερά, Όμηρ.) 2. παρουσιάζω… …

    Dictionary of Greek

  • 10εκφράζω — (AM ἐκφράζω) φανερώνω τις σκέψεις μου με λόγια, διατυπώνω, εκδηλώνω νεοελλ. παθ. εξωτερικεύω την ψυχική μου κατάσταση («εκφράζεται με τα χέρια») αρχ. μσν. περιγράφω, εικονίζω, διαγράφω αρχ. 1. εμφαίνω, υποδεικνύω 2. εξηγώ με κομψές εκφράσεις («τὸ …

    Dictionary of Greek