εκδηλώνω

  • 21κρυφοκαμαρώνω — είμαι υπεφήφανος για κάτι χωρίς να τό εκδηλώνω, καμαρώνω κάποιον ή κάτι χωρίς να τό δείχνω …

    Dictionary of Greek

  • 22κρυφοχαίρομαι — χαίρομαι για κάτι κρυφά, χωρίς να εκδηλώνω τη χαρά μου …

    Dictionary of Greek

  • 23οικτίζω — οἰκτίζω (Α) [οίκτος] 1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, οικτίρω («ὅπως μὴ σ αὐτὸν οἰκτιεῑς ποτέ», Αισχύλ.) 2. μέσ. οἰκτίζομαι α) πενθώ β) εκδηλώνω τη λύπη μου («ὅταν Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς… …

    Dictionary of Greek

  • 24πανηγυρίζω — Α δ. γρφ. πανηγυράζω και πανηγηριάζω, ΝΜΑ [πανήγυρις] παίρνω μέρος σε πανήγυρη, μετέχω σε ομαδική εορτή, γιορτάζω νεοελλ. 1. εκδηλώνω τη χαρά μου για κάποιο σημαντικό γεγονός με ενθουσιώδη τρόπο, γιορτάζω θριαμβευτικά και επιδεικτικά («θα… …

    Dictionary of Greek

  • 25παρασημαίνω — κυρίως το μέσ. παρασημαίνομαι ΝΜΑ βάζω ψευδές σήμα, παραχαράσσω, παραποιώ νεοελλ. μσν. φανερώνω με σημεία, συμβολίζω νεοελλ. μέσ. παρασημαίνομαι μαθαίνω κάτι με σήματα ή σύμβολα αρχ. 1. (για ζώα) εκδηλώνω, προδίδω με την έκφραση 2. βάζω σημάδι… …

    Dictionary of Greek

  • 26παρεπιδείκνυμι — Α [επιδείκνυμι] 1. δείχνω κάτι παράλληλα, ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. επιδεικνύω κάτι σε κάποιον 3. μέσ. α) φανερώνω, εκδηλώνω, εκθέτω τις ιδέες μου β) (με μειωτ. σημ.) επιδεικνύομαι, κάνω επίδειξη …

    Dictionary of Greek

  • 27προσκυνώ — άω / προσκυνῶ, έω, ΝΜΑ 1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ… …

    Dictionary of Greek

  • 28προσπέρδομαι — Α (αποθ.) 1. πέρδομαι προς το πρόσωπο κάποιου («προσπαρδεῑν γ εἰς τὸ στόμα τῷ θαλάμακι», Αριστοφ.) 2. εκδηλώνω υβριστικά την περιφρόνησή μου για κάποιον σαν να πέρδομαι προς το πρόσωπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πέρδομαι «αφήνω πορδή»] …

    Dictionary of Greek

  • 29σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ …

    Dictionary of Greek

  • 30συμπαθώ — συμπαθῶ, έω, ΝΜΑ, και συμπαθάω Ν [συμπαθής] 1. συμμερίζομαι τον πόνο και τη θλίψη τού άλλου, συμπονώ, συμπάσχω 2. εκδηλώνω ενδιαφέρον για κάτι, περιβάλλω με συμπάθεια νεοελλ. τρέφω ερωτικά αισθήματα νεοελλ. μσν. (μόνον ο τ. συμπαθάω) παρέχω… …

    Dictionary of Greek