Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εκδήλωση

  • 1 выражение

    выражение с в разн. знач. η έκφραση η εκδήλωση (проявление) \выражение лица (глаз) η έκφραση του προσώπου (των.ματιών)" идиоматическое \выражение η ιδιωματική έκφραση
    * * *
    с в разн. знач.
    η έκφραση; η εκδήλωση ( проявление)

    выраже́ние лица́ (глаз) — η έκφραση του προσώπου (των ματιών)

    идиомати́ческое выраже́ние — η ιδιωματική έκφραση

    Русско-греческий словарь > выражение

  • 2 демонстрация

    демонстрация ж 1) (манифестация) η διαδήλωση, η εκδήλωση 2) (показ) η επίδειξη; η προβολή (фильма)
    * * *
    ж
    1) ( манифестация) η διαδήλωση, η εκδήλωση
    2) ( показ) η επίδειξη; η προβολή ( фильма)

    Русско-греческий словарь > демонстрация

  • 3 изъявление

    ουδ.
    εκδήλωση, φανέρωση, εξωτερίκευση, ένδειξη•

    изъявление благодарности ένδειξη ευγνωμοσύνης•

    изъявление чувств εκδήλωση αισθημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > изъявление

  • 4 мероприятие

    ουδ.
    μέτρο• εκδήλωση•

    санитарные -я υγειονομικά μέτρα•

    массовое мероприятие μαζική εκδήλωση.

    Большой русско-греческий словарь > мероприятие

  • 5 мероприятие

    το μέτρο
    η ενέργεια
    η πράξη

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мероприятие

  • 6 проявление

    1. (обнаруживание, выявление) η εκδήλωση, η εμφάνιση, η παρουσίαση 2. кфт. η εμφάνιση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проявление

  • 7 взрыв

    взрыв
    м
    1. ἡ ἔκρηξη [-ις], ἡ ἐκπυρσο-κρότηση [-ις], ὁ κρότος·
    2. перен ἡ ·=κΡηξη, τό ξέσπασμα, ἡ ξαφνική ἐκδήλωση [-ις]:
    \взрыв смеха ἡ ἔκρηξη γέλιου, τό ξέσπασμα γέλιου· \взрыв аплодисментов τά θυελλώδη χειροκροτήματα· \взрыв негодования ἡ ἔκρηξη ἀγανάκτησης.

    Русско-новогреческий словарь > взрыв

  • 8 выражение

    выражение
    с
    1. (действие) ἡ ἔκ-φραση [-ις]/ ἡ ἐκδήλωση [-ις] (проявление)·
    2. (оборот речи) ἡ ἐκφραση [-ις], ἡ λέξη [-ις]. ὁ λόγος:
    идиоматическое \выражение ἡ ἰδιωματική ἐκφραση·
    3. мат ὁ τύπος:
    алгебраическое \выражение ὁ ἀλγεβρικός τύπος.

    Русско-новогреческий словарь > выражение

  • 9 выявление

    выявление
    с ἡ ἐκδήλωση [-ις], ἡ ἀποκάλυψη, ἡ φανέρωση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > выявление

  • 10 изъявление

    изъяв||ление
    с ἡ ἐκδήλωση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > изъявление

  • 11 мероприятие

    мероприятие
    с τό μέτρο[ν], ἡ ἐκδήλωση.

    Русско-новогреческий словарь > мероприятие

  • 12 проявление

    прояв||ление
    с
    1. ἡ ἐκδήλωση [-ις], ἡ ἐπίδει-ξη [-ις]·
    2. фот. ἡ ἐμφάνιση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > проявление

  • 13 мероприятие

    [μιροπριγιάταε] οοσ. ο. εκδήλωση

    Русско-греческий новый словарь > мероприятие

  • 14 мероприятие

    [μιροπριγιάταε] ουσ ο εκδήλωση

    Русско-эллинский словарь > мероприятие

  • 15 волеизъявление

    ουδ.
    εκδήλωση, έκφραση θέλησης, επιθυμίας•

    свободное волеизъявление народа η ελεύθερη έκφραση του λαού.

    Большой русско-греческий словарь > волеизъявление

  • 16 выражение

    ουδ.
    1. έκφραση, φανέρωση• εξωτερίκευση, εκδήλωση•

    цена является денежным -ем стоимости η τιμή είναι η χρηματική έκφραση του κόστους.

    2. λέξη φράση, έκφραση λόγου•

    образное выражение παραστατική έκφραση•

    непристойные -я άσεμνες (άπρεπες) εκφράσεις.

    3. (μαθ.) τύπος•

    алгебраическое выражение αλγεβρικός τύπος.

    εκφρ.
    без -я – χωρίς έκφραση, ανέκφραστα, μονότονα, άχαρα•
    с -ем – με έκφραση, εκφραστικά, με χάρη.

    Большой русско-греческий словарь > выражение

  • 17 выявление

    ουδ.
    αποκάλυψη, φανέρωση, ξεσκέπασμα, εκδήλωση.

    Большой русско-греческий словарь > выявление

  • 18 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 19 заявление

    ουδ.
    1. δήλωση επίσημη. || εκδήλωση, έκφραση.
    2. αίτηση, παράκληση• πο•

    заявление дать заявление δίνω αίτηση.

    Большой русско-греческий словарь > заявление

  • 20 инициаторство

    ουδ.
    εκδήλωση πρωτοβουλίας.

    Большой русско-греческий словарь > инициаторство

См. также в других словарях:

  • εκδήλωση — η 1. έκφραση, εξωτερίκευση («εκδήλωση μίσους») 2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) εμφάνιση, ξέσπασμα («εκδήλωση κρίσης») 3. πληθ. οι εκδηλώσεις α) εξωτερικές ενδείξεις συναισθημάτων («φιλόφρονες, εχθρικές κ.λπ. εκδηλώσεις») β) συμπτώματα («εκδηλώσεις… …   Dictionary of Greek

  • εκδήλωση — η 1. εξωτερίκευση, φανέρωμα: Εκδήλωση ευγνωμοσύνης. 2. (για πράγματα και καταστάσεις), εμφάνιση, ξέσπασμα: Εκδήλωση επιδημίας χολέρας. 3. στον πληθ., εκδηλώσεις συναισθήματα που εξωτερικεύονται: Ενθουσιώδεις εκδηλώσεις για την εθνική ποδοσφαιρική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άφθα — Εκδήλωση φλεγμονής, που συνήθως εντοπίζεται στη γλώσσα και γενικά στο βλεννογόνο του στόματος. Οι ά. είναι εξελκώσεις στρογγυλωπές, μεγέθους φακής, χρώματος λευκόφαιου, επώδυνες ιδιαίτερα κατά τη μάσηση. Προκαλούνται από ιογενείς λοιμώξεις σε… …   Dictionary of Greek

  • θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»