εκβολη
81Φορ-Λαμί — Πόλη (512.000 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Τσαντ, γνωστή σήμερα και με το τοπικό της όνομα Ν’ζαμένα. Χτισμένη κοντά στη συμβολή του Λογκόν με το Σαρί, περίπου 100 χλμ. από την εκβολή στη λίμνη Τσαντ και στα σύνορα σχεδόν με το Καμερούν,… …
82ԸՆԿԵՑՈՒՄՆ — (ցման.) NBH 1 0780 Chronological Sequence: 6c գ. ἑκβολή jactus, abjectio Ընկենուլն, եւ ընկեցեալ լինելն. *Զօրէն անպիտան անօթոյ ընկեցումն՝ զիմ զմարմինս ձգեալ (ʼի ծով). Փիլ. յովն …
83ՎԱՏՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0789 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c գ. ՎԱՏՆՈՒԹԻՒՆ ՎԱՏՆՈՒՄՆ. ἑκβολή jactura. եւ այլն. Վատնիլն, ելն. ծախումն. սպառումն. ցրումն. վնաս. կորուստ. *Զոր օրինակ անդ ընկեցիկ զբեռինսն առնեն, նոյնպէս եւ աստ գրեթէ ամենայն… …
84ՎԱՏՆՈՒՄՆ — ( ) NBH 2 0789 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c գ. ՎԱՏՆՈՒԹԻՒՆ ՎԱՏՆՈՒՄՆ. ἑκβολή jactura. եւ այլն. Վատնիլն, ելն. ծախումն. սպառումն. ցրումն. վնաս. կորուստ. *Զոր օրինակ անդ ընկեցիկ զբեռինսն առնեն, նոյնպէս եւ աստ գրեթէ ամենայն… …
85χύσιμο — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χύνω, χύση, εκβολή, τρέξιμο. 2. το λιώσιμο μετάλλων, κεριού κ.ά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
86κἀκβολάς — ἐκβολάς , ἐκβολάς anything thrown out fem nom sg ἐκβολά̱ς , ἐκβολή throwing out fem acc pl …
87ἐκβολάν — ἐκβολά̱ν , ἐκβολή throwing out fem acc sg (doric aeolic) …
88ἐκβολάς — anything thrown out fem nom sg ἐκβολά̱ς , ἐκβολή throwing out fem acc pl …
89ἐκβολῆς — ἐκβολεύς inspector of dykes masc nom pl ἐκβολεύς inspector of dykes masc nom/voc pl ἐκβολή throwing out fem gen sg (attic epic ionic) …
90ἐκβολέων — ἐκβολεύς inspector of dykes masc gen pl ἐκβολέω̆ν , ἐκβολεύς inspector of dykes masc gen pl ἐκβολή throwing out fem gen pl (epic ionic) …