εκβολη

  • 51χοληδόχος — και χολοδόχος, ο / χοληδόχος και χολοδόχος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, και χολιοδόχος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει χολή 2. φρ. α) «χοληδόχος κύστη» και «χοληδόχος κύστις» ανατ. μεμβρανώδης απιοειδής σάκος, προσαρτημένος στην κάτω επιφάνεια τού… …

    Dictionary of Greek

  • 52χωματεκβολία — ἡ, Α η επίβλεψη τού καθαρισμού τών διωρύγων τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + ἐκβολή (< ἐκβάλλω)] …

    Dictionary of Greek

  • 53ψευδόστομα — το, ΝΑ κλειστή εκβολή ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + στόμα] …

    Dictionary of Greek

  • 54Άγδη — (Αgde). Μικρή παραλιακή πόλη (20.300 κάτ. το 2002) της νότιας Γαλλίας, στην εκβολή του ποταμού Ερό. Η Α. ήταν αποικία των Φωκαέων, που έχτισαν προηγουμένως τη σημερινή Μασσαλία. Το όνομα Α. σημαίνει αγαθή τύχη. Η πόλη αναπτύχθηκε με γοργό ρυθμό… …

    Dictionary of Greek

  • 55Αλερία — (Αleria). Χωριό (2.000 κάτ.) της Κορσικής στην ανατολική ακτή της, κοντά στην εκβολή του ποταμού Ταβινιάνο, γνωστό και ως Αλαλία. Κύριες ασχολίες των κατοίκων του είναι η γεωργία και η αλιεία. Η Α. είναι χτισμένη στον χώρο της αρχαίας Αλαλίας,… …

    Dictionary of Greek

  • 56Βασόρα — (αραβ. αλ Μπασράχ). Πόλη (περ. 450.000 κάτ.) του νοτιοανατολικού Ιράκ, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (19.070 τ. χλμ.). Είναι χτισμένη στον ποταμό Στα Αλ Αράμπ που σχηματίζεται από τη συμβολή των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη σε απόσταση περίπου… …

    Dictionary of Greek

  • 57Βόλγας — (Volga). Ποταμός (3.688 χλμ.) στην ευρωπαϊκή Ρωσία, που εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Ευρώπης, τόσο σε μήκος όσο και στην ευρύτητα της λεκάνης απορροής (1.380.000 τ. χλμ.). Πηγάζει από τα υψώματα του Βαλντάι, κοντά …

    Dictionary of Greek

  • 58Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …

    Dictionary of Greek

  • 59Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… …

    Dictionary of Greek

  • 60Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …

    Dictionary of Greek