εκβολη

  • 41πλαστικός — ή, ό / πλαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] (κυρίως για ύλη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσιμο και, κυρίως, αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να πλάθει ή να πλάθεται (α. «πλαστικές ύλες» τεχνολογικά υλικά που περιλαμβάνουν στη σύνθεσή τους ως …

    Dictionary of Greek

  • 42ποταμοθάλασσα — ἡ, Μ ανοιχτή, εκτεταμένη εκβολή ποταμού …

    Dictionary of Greek

  • 43προσεκδρομή — ἡ, Α εκβολή, έκφυση βλαστών, αναβλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκδρομή (για φυτά) «αναβλάστηση, βλαστός, κλαδί»] …

    Dictionary of Greek

  • 44πρόπτωση — η / πρόπτωσις ώσεως, ΝΑ [προπίπτω] 1. πτώση προς τα εμπρός ή προς τα κάτω 2. ιατρ. η μετατόπιση οργάνου τού σώματος από τη φυσιολογική θέση του και, ειδικότερα, η πτώση οργάνου ή τμήματος οργάνου από τη φυσιολογική του θέση εξαιτίας τής χαλάρωσης …

    Dictionary of Greek

  • 45πυρεκβολίτης — ὁ, Α (ενν. λίθος) λίθος ο οποίος ήταν ονομαστός για την εκβολή σπινθήρων με τους οποίους άναβαν φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρεκβόλος + κατάλ. ίτης (πρβλ. σελην ίτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 46πυρεκβόλησις — ήσεως, ἡ, Μ [πυρεκβολῶ] η εκβολή φωτιάς …

    Dictionary of Greek

  • 47ρία — η, Ν (γεωμορφ.) χοανοειδούς σχήματος ποταμόκολπος που σχηματίζεται στην εκβολή ενός ποταμού λόγω καταβύθισης τού κατώτερου τμήματος τής ποτάμιας κοιλάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. ria < rio «ποταμός»] …

    Dictionary of Greek

  • 48ροδανός — I (Rhτne γαλλικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που εκβάλλει στον Κόλπο του Λέοντα (Μεσόγειος θάλασσα). Με τον ρου του (812 χλμ.) διασχίζει τη νότια Ελβετία και τη νοτιοανατολική Γαλλία και έχει λεκάνη απορροής 99.000 χλμ., από τα οποία 90.000… …

    Dictionary of Greek

  • 49στροβιλοαντιδραστήρας — ο, Ν 1. (αερον.) αεριοστρόβιλος που παράγει απευθείας την απαιτούμενη ώση με εκβολή θερμών καυσαερίων με υψηλή ταχύτητα 2. φρ. α) «στροβιλοαντιδραστήρας αντώσεως» στροβιλοαντιδραστήρας ο οποίος χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά απλουστευμένη δομή που …

    Dictionary of Greek

  • 50συρματοποίηση — Φάση της διαδικασίας για την επεξεργασία των μετάλλων, των πλαστικών υλών και των ελαστικών, που αποσκοπεί στην παραγωγή συρμάτων, σωλήνων ή λεπτών ράβδων κλπ. Η συνηθισμένη μέθοδος βασίζεται στη διέλευση των υλικών μέσα από μια σειρά από τρύπες… …

    Dictionary of Greek