εκβολη
31εκκοπή — η (AM ἐκκοπή) εκβολή, αποκοπή αρχ. μσν. φρ. «ἐκκοπὴ πάθους» κόψιμο ή εγκατάλειψη πάθους, κακής συνήθειας κ.λπ. μσν. σφαγή αρχ. 1. (για δέντρο) κόψιμο από τη ρίζα 2. αποκοπή πλευρών 3. ακρωτηριασμός, κολόβωμα 4. απόξεση 5. αφαίρεση ακίδας βέλους… …
32εκροή — η (AM ἐκροή) έκρυση, εκβολή, απομάκρυνση («εκροή τών νερών τής βροχής») αρχ. 1. άνοιγμα για εκροή υγρών, διέξοδος 2. συνεκδ. τα μέρη τού σώματος απ όπου γίνονται εκρύσεις (βλ. και έκρους) …
33εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις …
34εξαίρησις — ἐξαίρησις, η (Α) [εξαιρώ] αφαίρεση, εκβολή …
35εξαγνισμός — Τυπική πράξη με την οποία πιστεύεται ότι εξαλείφονται ακαθαρσίες αφηρημένες, ανάλογα με τις διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις. Η αιτία και ο τρόπος μόλυνσης ποικίλλουν σε μεγάλη κλίμακα και αφορούν είτε φυσικά γεγονότα (π.χ. οι γυναίκες στην… …
36επιγελώ — ἐπιγελῶ, άω (AM) περιγελώ, εμπαίζω 1. γελώ επιδοκιμαστικά 2. (για κύμα) σπάω απότομα στην ακρογιαλιά 3. (για εκβολή ποταμού) ροχθώ 4. αστράφτω πάνω σε μια επιφάνεια …
37ερευγμός — ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) [ερεύγομαι (I)] η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο …
38κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …
39ξεμπουκάρισμα — το [ξεμπουκάρω] (για υγρά, αέρια ή καπνό) ορμητική έξοδος ή εκβολή από στόμιο ή σήραγγα …
40περιξυστήρ — ῆρος, ὁ, Α χειρουργικό εργαλείο για ξέση ή εκβολή οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιξύω + επίθημα τήρ (πρβλ. στεγασ τήρ)] …