εκβολη

  • 21έκχυση — η (AM ἔκχυσις) χύσιμο προς τα έξω, ξεχύσιμο νεοελλ. 1. εκροή, έκρυση, εκβολή (ποταμού) 2. μτφ. διάχυση, περιπαθής εκδήλωση μσν. (για ευεργέτημα) προσφορά, παροχή αρχ. 1. χύσιμο αίματος 2. οχετός 3. (για πύον) διάχυση …

    Dictionary of Greek

  • 22έξοδος — Το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αφηγείται την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ύστερα από αιώνες δουλείας. Τα γεγονότα που αναφέρει η Έ. διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών μελετητών, περίπου τον 13o αι. π …

    Dictionary of Greek

  • 23έρμος — I Αρχαίος δήμος της Αττικής που ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή. Η θέση του αμφισβητείται, αλλά φαίνεται πως βρισκόταν στην περιοχή του Αττικού Ολύμπου (μεταξύ της Πάρνηθας και του Αιγάλεω). II Ποταμός (350 χλμ.) της δυτικής Μικράς Ασίας. Οι Τούρκοι… …

    Dictionary of Greek

  • 24αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… …

    Dictionary of Greek

  • 25αγκωνισμός — ἀγκωνισμός, ο (Μ) (για εκβολή ποταμού) καμπή, μυχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκωνίζω < ἀγκών] …

    Dictionary of Greek

  • 26αεριώθηση — (I) η η προώθηση με διατάξεις, οι οποίες αναρροφούν αέρα, τόν συμπιέζουν, τόν θερμαίνουν με τη βοήθεια ενός καυσίμου και τέλος εκτοξεύουν προς την αντίθετη κατεύθυνση τα αέρια που προκύπτουν. (II) η η πρόωση αεροσκαφών και κατευθυνόμενων βληματών …

    Dictionary of Greek

  • 27δειρή — και (αιολ. τ.) δέρα και (αττ. τ.) δέρη, η (Α) 1. λαιμός, τράχηλος 2. περιδέραιο 3. στον πληθ. κοίτη χειμάρρου, στενή κοιλάδα 4. φρ. «τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς» τα στολίδια, τα κοσμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρωταρχικός τ. τών δειρή, δέρη, δέρα θεωρείται ο τ. δερFᾱ …

    Dictionary of Greek

  • 28διεκβολή — η (AM διεκβολή) [διεκβάλλω] νεοελλ. πέρασμα, δίοδος αρχ. 1. διάβαση μέσα από μια περιοχή 2. διάβαση μέσα από βουνά ή στενωπούς 3. στόμιο, εκβολή 4. έξοδος πόλης 5. τραπεζική απόδειξη πληρωμής 6. πηγή ποταμού 7. μτφ. αρχή, πηγή 8. παραπόταμος 9.… …

    Dictionary of Greek

  • 29δυσφωνία — η (AM δυσφωνία) νεοελλ. δυσκολία στην εκβολή φωνής από τον λάρυγγα αρχ. μσν. τραχύτητα φωνής, κακοφωνία …

    Dictionary of Greek

  • 30εκβραχισμός — ο εκβολή ή αφαίρεση βράχων ή τμήματός τους από το έδαφος κατά την κατασκευή δημόσιων έργων, τη θεμελίωση σπιτιών ή την παράδοση γης στην καλλιέργεια …

    Dictionary of Greek