εκατό
51Λευκόπετρα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 51 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 17 χλμ. ΝΔ της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. Έως το 1953 ονομαζόταν ‘Ισβορος. Αρχαιολογία μνημεία.… …
52Ναπολέων Α’, ο Μέγας — (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου… …
53οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… …
54(ε)κατοστάρι — το 1. παλαιότερο χαρτονόμισμα αξίας εκατό δραχμών, το (ε)κατοστάρικο. 2. ποσότητα υγρού που ζύγιζε εκατό δράμια καθώς και το δοχείο που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση αυτής της ποσότητας, το (ε)κατοσταράκι: Γκαρσόν, ένα κατοστάρι στα δύο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
55αφηρημένος — αφηρημένος, η, ο και αφαιρεμένος, η, ο 1. αυτός που δεν προσέχει σε ό,τι κάνει ή λέει ή γίνεται γύρω του, γιατί η σκέψη του πλανιέται αλλού: Δε σε είδα στο δρόμο, γιατί, φαίνεται, ήμουν αφαιρεμένος. 2. (φιλοσ.), «αφηρημένες έννοιες», αυτές που… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
56εκατοντάβαθμος — η, ο που έχει εκατό βαθμούς, που είναι διαιρεμένος σε εκατό βαθμούς: Εκατοντάβαθμο θερμόμετρο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
57εκατοντάδα — η ποσότητα εκατό ομοειδών μονάδων, που λογίζεται ως ένα σύνολο, ο αριθμός εκατό: Μια εκατοντάδα στρατιώτες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
58εκατοντάδραχμος — η, ο 1. που είχε, παλαιότερα, αξία εκατό δραχμών: Εκατοντάδραχμος λαχνός. 2. το ουδ. ως ουσ., εκατοντάδραχμο παλαιότερο νόμισμα εκατό δραχμών, το (ε)κατοστάρικο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
59εκατονταετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που έχει ηλικία ή διάρκεια εκατό ετών, ο εκατόχρονος. 2. το αρσ. ως ουσ., εκατονταετής ο πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, που διάρκεσε περισσότερο από εκατό χρόνια (1337 1453) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
60εκατοστιαίος — α, ο (μαθ.) 1. (για κλάσματα), που ο παρονομαστής είναι εκατό: Το 3/100 και το 27/100 είναι εκατοστιαία κλάσματα. 2. (για αναλογίες), που ο αριθμός εκατό είναι η βάση: Εκατοστιαία αναλογία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)