εκατό

  • 31εκατοστίζω — και κατοστίζω 1. αυξάνω ή αποκτώ ποσότητα μονάδων μέχρι τον αριθμό εκατό 2. φθάνω μέχρι το εκατοστό έτος τής ηλικίας 3. φρ. «να τά κατοστίσεις (ενν. τα χρόνια σου)» να γίνεις εκατό χρονών, να κατοχρονίσεις …

    Dictionary of Greek

  • 32εκατοστιαίος — α, ο αριθμητικός όρος που αναφέρεται σε κλάσματα τών οποίων ο παρονομαστής είναι εκατό ή σε αναλογίες στις οποίες ο αριθμός εκατό λαμβάνεται ως βάση («εκατοστιαία κλάσματα, εκατοστιαία αναλογία») …

    Dictionary of Greek

  • 33εκατοστός — ή, ό (AM ἑκατοστός, ή, όν) αυτός που αντιστοιχεί κατά σειρά και κατά τάξη στον αριθμό εκατό, αυτός που βρίσκεται μετά τον ενενηκοστό ένατο και πριν τον εκατοστό πρώτο νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εκατοστό α) το εκατοστημόριο, κάθε ένα από τα… …

    Dictionary of Greek

  • 34εκατόλιτρο — το 1. μέτρο όγκου που περιέχει εκατό λίτρα 2. όγκος εκατό λίτρων …

    Dictionary of Greek

  • 35εκατόμβοιος — ἑκατόμβοιος, ον (Α) αυτός που έχει αξία εκατό βοδιών ή εκατό χρυσών νομισμάτων που έχουν παράσταση βοδιών …

    Dictionary of Greek

  • 36επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 37κένταρχος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 46 κάτ.) της Σερίφου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σερίφου του νομού Κυκλάδων. * * * κένταρχος, ὁ (Μ) (Μ) (στο Βυζάντιο) αυτός που διοικούσε εκατό άντρες,… …

    Dictionary of Greek

  • 38κατοσταριά — ή φρ. «καμιά κατοσταριά» περίπου εκατό, πάνω κάτω εκατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ε)κατοστή + κατάλ. αριά, (πρβλ. διακοσ αριά, εικοσ αριά)] …

    Dictionary of Greek

  • 39πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… …

    Dictionary of Greek

  • 40χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …

    Dictionary of Greek