εκατό

  • 21Zahlen in unterschiedlichen Sprachen — In nahezu allen Sprachen der Menschen gibt es sprachliche Repräsentationen für Zahlen. Aus diesen Zahlworten oder Zahlnamen lassen sich die Entwicklung des Zählens und des Zahlenbegriffs sowie sprachhistorische Entwicklungen nachvollziehen. So… …

    Deutsch Wikipedia

  • 22Zahlen in verschiedenen Sprachen — In nahezu allen Sprachen der Menschen gibt es sprachliche Repräsentationen für Zahlen. Aus diesen Zahlworten oder Zahlnamen lassen sich interessante Schlussfolgerungen über die Entwicklung des Zählens und des Zahlenbegriffs sowie über… …

    Deutsch Wikipedia

  • 23αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… …

    Dictionary of Greek

  • 24εκατονθήμερο — και εκατονταήμερο, το 1. χρονική διάρκεια εκατό ημερών 2. (ως κύριο όνομα) η δεύτερη περίοδος τής αυτοκρατορίας τού Μεγάλου Ναπολέοντος που είχε διάρκεια εκατό ημέρες …

    Dictionary of Greek

  • 25εκατοντάβαθμος — η, ο αυτός που έχει εκατό βαθμούς, αυτός που διαιρείται σε εκατό βαθμούς («εκατοντάβαθμο θερμόμετρο») …

    Dictionary of Greek

  • 26εκατοντάδα — η (AM ἑκατοντάς) ο αριθμός εκατό, η ποσότητα εκατό ομοειδών όντων, η εκατοστή, το εκατοστάρι («εκατοντάδες ανθρώπων») …

    Dictionary of Greek

  • 27εκατονταετής — ές (θηλ. και εκατονταέτις) (AM ἑκατονταετής, ές) 1. εκατόχρονος, αυτός που έχει διάρκεια εκατό χρόνων 2. (για πρόσωπα) ο εκατοντούτης μσν. νεοελλ. φρ. «εκατονταετής πόλεμος» ο πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας (1338 1453) που είχε διάρκεια εκατό …

    Dictionary of Greek

  • 28εκατονταπλασιάζω — (Α ἑκατονταπλασιάζω) πολλαπλασιάζω επί εκατό, κάνω κάτι εκατό φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο …

    Dictionary of Greek

  • 29εκατονταρχία — Μονάδα πολιτικής υποδιαίρεσης των ρωμαϊκών τάξεων. Οι πολίτες που ανήκαν στην τάξη αυτή είχαν διάφορα δικαιώματα και καθήκοντα, όπως η στρατιωτική θητεία, η ψηφοφορία, η φορολογία κ.ά. Την εποχή του Σέρβιου Τύλιου οι πέντε ρωμαϊκές τάξεις… …

    Dictionary of Greek

  • 30εκατοστάρικος — η, ο και κατοστάρικος, η, ο 1. (για δοχεία) αυτός που έχει χωρητικότητα εκατό μονάδες όγκου 2. αυτός που χωρά ή ζυγίζει εκατό δράμια 3. το ουδ. ως ουσ. το εκατοστάρικο το εκατοστάρι …

    Dictionary of Greek