εκατό

  • 121γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… …

    Dictionary of Greek

  • 122δίπτερα — (diptera). Τάξη εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 100.000 είδη, διαδεδομένα σε ολόκληρη τη Γη. Τα δ. έχουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, μέτριο μέγεθος και γενικά διαθέτουν ένα ζεύγος μεμβρανωδών πτερύγων. Το πίσω ζεύγος έχει μεταπλαστεί σε αισθητήρια …

    Dictionary of Greek

  • 123δεκάμνους — δεκάμνους, ουν και (δωρ. τ.) δεκάμνως, ων (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δέκα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + μνα «ποσό εκατό δραχμών»] …

    Dictionary of Greek

  • 124δεκακισμυριοστός — ή, ό αυτός που στην αριθμητική σειρά φέρει τον αριθμό εκατό χιλιάδες …

    Dictionary of Greek

  • 125δεκαμναίος — δεκαμναίος, α, ον (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δέκα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + μναίος < μνα «ποσό εκατό δραχμών»] …

    Dictionary of Greek

  • 126δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… …

    Dictionary of Greek

  • 127δολιχοκέφαλος — Αυτός που έχει μακρόστενο κρανίο (από το αρχαιοελληνικό δολιχός = μακρύς). Ειδικότερα, δ. χαρακτηρίζεται αυτός που έχει κεφαλικό δείκτη (η σχέση μεταξύ μέγιστου πλάτους και μήκους του κεφαλιού σε εκατοστά) μικρότερο από 79. Ένα κρανίο με αυτές… …

    Dictionary of Greek

  • 128δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… …

    Dictionary of Greek