ειό

  • 1εἷο — ἕ masc/fem gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2στυπ(π)είο — και στυπ(π)ίο, το / στυπ(π)εῑον και στυπ(π)ίον, ΝΑ, και στιππύον και στίππυον και στιπύον και στίππον και στίππιον και στιππῑον και σίππιον και ως αρσ. στίπ(π)ος και στύπος, ὁ, Α το στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος… …

    Dictionary of Greek

  • 3αγένειος, -ειο — αυτός που δεν έχει ακόμη γένια: Ήταναγένειο παλικάρι, όταν έχασε τον πατέρα του …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4εἷ' — εἷο , ἕ masc/fem gen sg εἷαι , ἕννυμι ves perf ind pass 2nd sg (epic) εἷαι , ἕζομαι seat oneself perf ind mp 2nd sg (epic) εἷαι , ἵημι Ja c io perf ind mp 2nd sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5εφετείο — Δικαστήριο δευτέρου βαθμού, το oποίο δικάζει την ορθότητα των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Απαρτίζεται από πέντε δικαστές, στους οποίους περιλαμβάνεται ο πρόεδρος και ο γραμματέας. Είναι αρμόδιο για τις αποφάσεις των πρωτοδικείων που… …

    Dictionary of Greek

  • 6καφείο — το καφενείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + κατάλ. είο (πρβλ. γραφ είο, κουρ είο)] …

    Dictionary of Greek

  • 7ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …

    Dictionary of Greek

  • 8ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… …

    Dictionary of Greek

  • 9προξενείο — το, Ν 1. το οίκημα στο οποίο είναι εγκατεστημένη η προξενική αρχή μιας χώρας («απέναντι από το προξενείο τής Ισπανίας») 2. η προξενική αρχή («... το ελληνικό προξενείο έκανε έντονο διάβημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόξενος + κατάλ. είο (πρβλ. δημαρχ είο) …

    Dictionary of Greek

  • 10σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …

    Dictionary of Greek