Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εισχωρώ

  • 1 вдаваться

    εισχωρώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вдаваться

  • 2 проникать

    проникать
    несов
    1. διεσδύω, εἰσχωρώ / τρυπώνω, παρεισδύω, είσχωρώ κρυφά (тайно) / διαπερνώ, διαποτίζω (просачиваться) I φθάνω (о слухах):
    \проникать в глубь страны είσχωρώ εἰς τά ἐνδότερα τής χώρας·
    2. перен (во что) ἀνακαλύπτω, μαντεύω.

    Русско-новогреческий словарь > проникать

  • 3 заглянуть

    -яну, -янешь, ρ.σ.
    1. κοιτάζω, βλέπω, ρίχνω μια ματιά•

    он -ул в окно αυτός κοίταξε στο παράθυρο•

    заглянуть под стол κοιτάζω κάτω από το τραπέζι•

    заглянуть в глаза κοιτάζω στα μάτια•

    заглянуть в словарь κοιτάζω στο λεξικό•

    он не -ул в книгу αυτός δεν κοίταξε (δεν άνοιξε) το βιβλίο•

    заглянуть в комнату ρίχνω μια ματιά στο δωμάτιο•

    заглянуть в чужие карты κοιτάζω τα παιγνιόχαρτα του διπλανού μου.

    || μτφ. εισχωρώ, φέγγω•

    солнце в ту сторону не -янет την άλλη πλευρά ο ήλιος δεν την βλέπει.

    || μτφ. διαβάζω στα πεταχτά, ρίχνω μια ματιά (στο κείμενο). || μτφ. εισχωρώ, μπαίνω, διεισδύω•заглянуть в душу εισχωρώ στην ψυχή.
    2. επισκέπτομαι για λίγο, περνώ στο πόδι.
    εκφρ.
    заглянуть вперед – κοιτάζω μπροστά, βλέπω (οραματίζομαι) το μέλλον.

    Большой русско-греческий словарь > заглянуть

  • 4 проникать

    проникать, проникнуть εισχωρώ, μπαίνω· διαπερνώ (просачиваться)
    * * *
    = проникнуть
    εισχωρώ, μπαίνω; διαπερνώ ( просачиваться)

    Русско-греческий словарь > проникать

  • 5 входить

    входить
    несов
    1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):
    \входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί
    2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω1
    3. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:
    \входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·
    4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:
    \входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·
    5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:
    \входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί.

    Русско-новогреческий словарь > входить

  • 6 пролезать

    пролезать
    несов, пролезть сов
    1. (через что-л.) χώνομαι, τρυπώνω, περνώ, διέρχομαι, είσχωρώ, διεισδύω·
    2. черен. διεισδύω, είσχωρώ.

    Русско-новогреческий словарь > пролезать

  • 7 втереть

    вотру, вотрёшь, παρλθ. χρ. втер, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втертый, βρ: втерт, -а, -о, επίρ. μτχ. втерев, κ. втерши, ρ.σ.μ.
    1. εντρίβω, μαλάσσω•

    втереть мазь в кожу κάνω εντριβή του δέρματος με αλοιφή.

    2. μτφ. (απλ.) καταφέρνω να βάλλω κάποιον στη δουλειά, υπηρεσία.
    εκφρ.
    втереть очки (кому) – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (ξεγελώ, απατώ).
    εισχωρώ, διεισδύω, χώνομαι•

    втереть в толпу χώνομαι στο πλήθος.

    || υπεισέρχομαι, εισχωρώ επιτήδεια, τρυπώνω•

    втереть в кампанию κολλώ στην παρέα.

    εκφρ.
    втереть в доверие – επιτήδεια αποκτώ την εμπιστοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > втереть

  • 8 проникнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. проник, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. проникший κ. проникнувший
    ρ.σ.
    1. διεισδύω, εισχωρώ, εισέρχομαι, μπαίνω•

    в щель -ик свет από τη χαραμάδα μπήκε φως•

    проникнуть в глубину пустыни εισχωρώ βαθιά μέσα στην έρημο•

    проникнуть туда очень трудно να διεισδύσεις εκεί είναι πολύ δύσκολο.

    || μτφ. γίνομαι κτήμα•

    идеи -ли в массы οι ιδέες εισχώρησαν στις μάζες.

    2. εισδύω, μπαίνω κρυφά τρυπώνω.
    πιστεύω, είμαι πεπεισμένος• είμαι διαποτισμένος• κατέχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > проникнуть

  • 9 входить

    1. (двигаясь, войти куда-л.) εισέρχομαι, μπαίνω, διεισδύω 2. (вмещаться) μπαίνω
    χωρώ Заключаться в состав) μπαίνω
    εντάσσομαι, αποτελώ μέρος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > входить

  • 10 проникание

    η διείσδυση, η εισχώρηση, η διαπεραστικότητα
    -ть εισχωρώ, διεισδύω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проникание

  • 11 проскользнуть

    γλιστρώ, περνώ, (δι)εισδύω, εισχωρώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проскользнуть

  • 12 вдвигаться

    вдвигать||ся
    ἐϊσχωρῶ, μπαίνω.

    Русско-новогреческий словарь > вдвигаться

  • 13 влезать

    влезать
    несов, влезть сов
    1. (вскарабкиваться) σκαρφαλώνω, ἀναρριχιέμαι, ἀνεβαίνω:
    \влезать на дерево σκαρφαλώνω στό δέντρο·
    2. (проникать) εἰσχωρώ, διεισδύω, μπαίνω, χώνομαι:
    \влезать в окно́ μπαίνω ἀπ· τό παράθυρο· \влезать в грязь χώνομαι στή λάσπη·
    3. (умещаться внутри чего-л.) разг χωρώ:
    все книги влезли в ящик ὅλα τά βιβλία χώρεσαν στήν κάσσα· ◊ \влезать в долги κα-ταχρεώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > влезать

  • 14 втискиваться

    втискивать||ся
    χώνομαι, είσχωρώ.

    Русско-новогреческий словарь > втискиваться

  • 15 заезжать

    заезжать
    несов
    1. (к кому-л., куда-либо) ἐπισκέπτομαι κάποιον περαστικός / περνῶ περαστικός (мимоходом):
    \заезжать далеко προχωρώ πολύ μακρυά·
    2. (въезжать) μπαίνω (или είσέρχομαι, είσχωρώ) (με μεταφορικό μέσο)·
    3. (за кем-л., за чем-либо) πηγαίνω νά φέρω, πηγαίνω νά πάρω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > заезжать

  • 16 лезть

    лезть
    несов
    1. (наверх) σκαρφαλώνω, ἀναρριχιέμαι:
    \лезть на Λέρεβο σκαρφαλώνω στό δένδρο· \лезть на гору ἀνεβαίνω στό βουνό·
    2. (входить) εἰσέρχομαι, μπαίνω / είσδύω, είσχωρῶ (проникать)! διολισθαίνω, γλιστρώ, χώνομαι (в узкое место):
    \лезть в воду μπαίνω στό νερό·
    3. (вмешиваться во что-л.) разг χώνομαι, ἀνακατεύομαι, ἀνακατώνομαι:
    \лезть не в свое дело χώνω τήν μύτη μου ἐκεῖ πού δέν πρέπει·
    4. (о волосах, мехе и т. п.) πέφτω, πίπτω:
    полосы лезут πέφτουν τά μαλλιά μου·
    5. (быть впору, подходить по размерим) разг μπαίνω, χωράω:
    фуражка не лезе-ι ему на голову τό κασκέτο δέν τοϋ χωράει στό κεφάλι· ◊ \лезть из кожи вон κάνω τό πᾶν, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, βάζω ὅλα μου τά δυνατά· \лезть на рожо́н διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω· он в карман за словом не лезет ἔχει τήν ἀπάντηση ἐτοιμη· \лезть в голову μοθ μπαίνει στό κεφάλι.

    Русско-новогреческий словарь > лезть

  • 17 наползать

    наползать
    несов, наползти сов (заползти) μπαίνω, είσχωρω.

    Русско-новогреческий словарь > наползать

  • 18 продираться

    продирать||ся
    разг
    1. (разорваться) ξεσχίζομαι, σχίζομαι, τρίβομαι, φθείρομαι·
    2. (пробираться сквозь что-л.) ἀνοίγω δρόμο, είσχωρώ.

    Русско-новогреческий словарь > продираться

  • 19 проскакивать

    проскакивать
    несов
    1. περνώ τρέχοντας·
    2. (проваливаться сквозь отверстие) разг εἰσχωρώ, χώνομαι·
    3. (пробираться) περνώ, διεισδύω·
    4. (об ошибке и т. п.) разг ξεφεύγω, παρεισφρύω.

    Русско-новогреческий словарь > проскакивать

  • 20 проскальзывать

    проскальзывать
    несов
    1. (проходить незаметно) τρυπώνω, γλιστρώ, εἰσχωρώ·
    2. перен διαφαίνομαι, διακρίνομαι/ παρεισφρύω (об ошибках и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > проскальзывать

См. также в других словарях:

  • εισχωρώ — εισχωρώ, εισχώρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εισχωρώ — (AM εἰσχωρῶ, έω) μπαίνω σε κάτι νεοελλ. 1. προχωρώ στο εσωτερικό, βυθίζομαι 2. διαδίδομαι, εξαπλώνομαι 3. μπαίνω κάπου κρυφά ή με δυσκολία …   Dictionary of Greek

  • εισχωρώ — εισχώρησα, αμτβ. 1. εισδύω κάπου, μπαίνω μέσα, μπαίνω: Το 4 δεν εισχωρεί στο 3. 2. μπαίνω κάπου λαθραία ή βίαια ή χωρίς να αξίζω, εισδύω, χώνομαι: Οι καταδρομείς εισχώρησαν πίσω από τις εχθρικές γραμμές. 3. εξαπλώνομαι, διαδίνομαι: Οι ιδέες του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνυποδύομαι — Α 1. εισχωρώ κάπου μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο 2. υφίσταμαι κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τῆς αἰτίας μὴ μετέχοντας αὐτοὺς συνυποδύεσθαι τὸν κίνδυνον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑποδύομαι «εισέρχομαι, εισχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • διαπερνώ — (AM διαπερῶ, άω) [περνώ] 1. διατρυπώ, περνώ πέρα ώς πέρα 2. περνώ, μεταφέρω απέναντι, διαπεραιώνω 3. εισχωρώ, διεισδύω αρχ. 1. διαβαίνω, διαπεραιώνομαι 2. διέρχομαι 3. γνωρίζω εκ πείρας, έχω περάσει πολλά 4. φρ. «διαπερῶ Μολοσσίαν» εξουσιάζω όλη… …   Dictionary of Greek

  • διατρέχω — (AM διατρέχω) 1. περνώ από κάπου, διασχίζω κάποιον χώρο («διέτρεξε την πεδιάδα», «διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον») 2. (για χρόνο) περνώ, διάγω («διατρέχει το εικοστό έτος τής ηλικίας του») 3. κινούμαι, μετακινούμαι βιαστικά εδώ κι εκεί… …   Dictionary of Greek

  • διεισδύω — (Α διεισδύω και διεισδύνω) [εισδύω] εισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι διαπερνώντας το νεοελλ. 1. κρύβομαι, τρυπώνω 2. εμβαθύνω …   Dictionary of Greek

  • εγκαταβυσσούμαι — ἐγκαταβυσσοῡμαι ( όομαι) (Α) εισχωρώ βαθιά σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • εγχρίμπω — ἐγχρίμπω και ἐγχρίπτω (AM) 1. πλησιάζω («τῇ τάφρῳ ἐγχρίμπτουσιν») 2. εφάπτομαι βίαια, συγκρούομαι αρχ. 1. φέρνω κοντά σε κάτι, πλησιάζω με τη βία 2. (για έντομα με δηλητηριώδες κεντρί) μπήγω με ορμή 3. εισχωρώ 4. προσεγγίζω 5. πλησιάζω γυναίκα… …   Dictionary of Greek

  • εισέχω — εἰσέχω (Α) 1. προχωρώ μέσα σε κάτι, εισχωρώ 2. έχω έξοδο σε... («ἦν γὰρ δὴ θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα») 3. είμαι κοίλος 4. (το ουδ. μτχ. εν.) τὸ ἐσέχον (στη ζωγραφική) αυτό που εικονίζεται να βρίσκεται στο εσωτερικό …   Dictionary of Greek

  • εμβατεύω — ἐμβατεύω (AM) 1. βάζω κάπου το πόδι μου, πατώ 2. επιτίθεμαι ως εχθρός 3. εισδύω στην ψυχή κάποιου, εξετάζω, ερευνώ αρχ. 1. (για πολιούχους θεούς) συχνάζω 2. μπαίνω σε ιερό τόπο 3. περιλαμβάνομαι σε κληρονομιά 4. (για αρσενικό ζώο) οχεύω, βατεύω 5 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»