εισπράττω

  • 1εισπράττω — εισπράττω, εισέπραξα βλ. πίν. 27 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2εισπράττω — (AM εἰσπράττω, Α και εἰσπράσσω) 1. συγκεντρώνω χρήματα οφειλόμενα ή απαιτούμενα 2. πραγματοποιώ εισπράξεις («έχει δικαίωμα να εισπράττει») 3. (για χρήματα) συλλέγομαι («εισπράχθηκαν πολλά χρήματα») 4. φρ. «εισπράττω τα επίχειρα τής κακίας μου»,… …

    Dictionary of Greek

  • 3εισπράττω — είσπραξα και εισέπραξα, εισπράχτηκα, εισπραγμένος, μαζεύω χρήματα που οφείλονται, κάνω εισπράξεις (για λογαριασμό δικό μου ή άλλου) …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4εἰσπράττω — εἰσπράσσω get in pres subj act 1st sg (attic) εἰσπράσσω get in pres ind act 1st sg (attic) εἰσπρά̱ττω , εἰσπράσσω get in pres subj act 1st sg (attic) εἰσπρά̱ττω , εἰσπράσσω get in pres ind act 1st sg (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5προεισπράττω — προεισπράσσω, ΝΑ [εισπράττω] νεοελλ. εισπράττω χρηματικό ποσό πριν να γίνει απαιτητό («προεισέπραξε δύο μισθούς») αρχ. εισπράττω χρήματα από οφειλέτη πριν από την καθορισμένη προθεσμία …

    Dictionary of Greek

  • 6καπνολογώ — καπνολογῶ, έω (Μ) (στο Βυζάντιο) εισπράττω τον φόρο τών καπνοδόχων, εισπράττω το καπνικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + λογῶ (< λόγος < λόγος), πρβλ. σταχυο λογώ, φορο λογώ] …

    Dictionary of Greek

  • 7περισσοπρακτώ — έω, Μ εισπράττω περισσότερους από τους οφειλόμενους φόρους, εισπράττω παράνομα φόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + πρακτῶ (< πρακτος < πράσσω), πρβλ. ευ πρακτῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 8πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …

    Dictionary of Greek

  • 9συναναπράσσω — Α εισπράττω κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναπράσσω «εισπράττω»] …

    Dictionary of Greek

  • 10συνεισπράσσω — και αττ. τ. συνεισπράττω Α [εἰσπράττω / σσω] εισπράττω χρήματα μαζί με κάποιον …

    Dictionary of Greek