εισβολή
1εἰσβολῇ — εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) …
2εἰσβολή — inroad fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3εισβολή — Νομικός όρος που χρησιμοποιείται και ως όρος του ευρύτερου χώρου των κοινωνικών επιστημών. Στο ποινικό δίκαιο η λέξη ε. έχει πολλές ειδικές έννοιες. Γενικότερα σημαίνει την είσοδο σε χώρους, ιδιαίτερα όταν είναι προφυλαγμένοι με οποιονδήποτε… …
4εισβολή — η 1. εχθρική είσοδος σε κάποια χώρα, επιδρομή. 2. μτφ., ξαφνική εμφάνιση, απότομη έναρξη: Εισβολή πυρετού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5εἰσβολῆι — εἰσβολῇ , εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) …
6εἰσβολαῖς — εἰσβολή inroad fem dat pl …
7εἰσβολαί — εἰσβολή inroad fem nom/voc pl …
8εἰσβολῆς — εἰσβολή inroad fem gen sg (attic epic ionic) …
9εἰσβολῇσι — εἰσβολή inroad fem dat pl (epic ionic) …
10εἰσβολήν — εἰσβολή inroad fem acc sg (attic epic ionic) …