εισβολή

  • 111Πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 112Σαφαβίδες — Μουσουλμανική σχιιτική δυναστεία που βασίλευσε στην Περσία για δυόμισι περίπου αιώνες, μεταξύ 15ου και 18ου αι. Ιδρυτής της υπήρξε ο Ισμαήλ (1487 1524), απόγονος του Σάφι αντ Ντιν (απ’ όπου και το όνομα της δυναστείας), ο οποίος το 1502 επανένωσε …

    Dictionary of Greek

  • 113Σελτζούκοι — Δυναστεία των Τούρκων Ογκούζ, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη μουσουλμανική Ανατολή του 11ου και 12ου αι. Ο πρώτος μέγας Σ. ήταν ο Τογκρούλ Μπεγκ, ο οποίος κυρίευσε το Χορασάν το Ιράν και εγκαταστάθηκε στη Βαγδάτη. Έγινε ο προστάτης του χαλιφάτου… …

    Dictionary of Greek

  • 114Σιου — Γαλλική λέξη (Sioux), που χρησιμοποιείται για την ονομασία ενός λαού Ινδιάνων ιθαγενών της Β. Αμερικής. Ήταν μια από τις σημαντικότερες φυλές αλλά σήμερα είναι περιορισμένη σε μερικές μόνο χιλιάδες. Οι Σ. κατοικούσαν στις πεδιάδες του Αρκάνσας… …

    Dictionary of Greek

  • 115Τεύτονες — Αρχαίος γερμανικός λαός που είχε την πρώτη ιστορική έδρα του στα Β των εκβολών του Έλβα και, πιεζόμενος από λαούς που μετακινούνταν από τις ασιατικές χώρες προς τα Δ, άρχισε, τον 2o αι. π.Χ., μια μετανάστευση που είχε ως αποτέλεσμα να εισβάλει,… …

    Dictionary of Greek

  • 116Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …

    Dictionary of Greek

  • 117αιφνιδιασμός — Στην πολεμική τέχνη α. ονομάζεται η πολεμική ενέργεια που προετοιμάζεται με άκρα μυστικότητα και εκτελείται με μεγάλη ταχύτητα με σκοπό να ανατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων των αντιπάλων, καταλαμβάνοντας απροετοίμαστο –για μια τέτοια ενέργεια–… …

    Dictionary of Greek

  • 118αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …

    Dictionary of Greek

  • 119αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …

    Dictionary of Greek

  • 120αμμόχωστος — Πόλη (34.500 κάτ. το 1999) στην ανατολική ακτή της Κύπρου και στον μυχό του ομώνυμου κόλπου. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.971 τ. χλμ.) που καλύπτει μια μάλλον πεδινή και αγροτική περιοχή όπου καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά και αμπέλια …

    Dictionary of Greek