εισαγωγής

  • 71αναμείκτης — Συσκευή με την οποία πραγματοποιείται η ανάμειξη δύο ή περισσότερων στερεών ή υγρών ουσιών. Οι α. χρησιμοποιούνται στη χημική βιομηχανία και στα επιστημονικά εργαστήρια, τόσο για την επίτευξη ομογενών μειγμάτων, όσο και για την πρόκληση… …

    Dictionary of Greek

  • 72Αντωνιάδης, Βασίλειος — (Ινζέ Σου Καππαδοκίας 1851 – Αθήνα 1932). Συγγραφέας, καθηγητής της θεολογίας και της φιλοσοφίας. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1874 και εργάστηκε ως καθηγητής των θρησκευτικών στην Κωνσταντινούπολη. Παρακολούθησε θεολογικά και… …

    Dictionary of Greek

  • 73Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 74Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 75Βαρθολομαίος — I (εβρ. Βαρ θολόμ, δηλαδή γιος του Θολομαίου). Ένας από τους δώδεκα αποστόλους, ίσως το ίδιο πρόσωπο με τον Ναθαναήλ και ένας από τους πρώτους μαθητές του Χριστού. Η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει τίποτα για την αποστολική δράση του Β. Κατά τον… …

    Dictionary of Greek

  • 76γενικές ή καθολικές έννοιες — Όρος της φιλοσοφίας. Η συζήτηση γύρω από αυτές (τα καθόλου του Αριστοτέλη, λατινικά universalia) απασχόλησε ολόκληρη τη μεσαιωνική φιλοσοφία από τον 9o αι. και άρχισε με τη μελέτη της Εισαγωγής του Πορφυρίου στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη και… …

    Dictionary of Greek

  • 77Δέγλερης — Επώνυμο αθηναϊκής οικογένειας, μέλη της οποίας διετέλεσαν ηγούμενοι στη μονή Πεντέλης από τον 16o αι. και μετά. Ο πρώτος της οικογένειας των Δ. που ηγουμένευσε στη μονή ήταν ο ιεροδιάκονος Ιερόθεος, που διαδέχτηκε το 1578 τον ιδρυτή και πρώτο… …

    Dictionary of Greek

  • 78διαζωνιακές ενώσεις — Οργανικές ενώσεις που έχουν μεγάλο πρακτικό ενδιαφέρον και χαρακτηρίζονται από την παρουσία δύο ατόμων αζώτου στο μόριό τους, ενωμένων μεταξύ τους με διπλό δεσμό. Αντιστοιχούν στον γενικό τύπο ΧΝ2R, όπου Χ και R παριστάνουν δύο ομάδες που μπορούν …

    Dictionary of Greek

  • 79Δομνίνος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και μαρτύρησε στα χρόνια του Μαξιμιανού. Η μνήμη του τιμάται την 1η Οκτωβρίου. 2. Μαρτύρησε στην Παλαιστίνη στα χρόνια του Μαξιμιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 5… …

    Dictionary of Greek

  • 80εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …

    Dictionary of Greek