εισαγωγής

  • 61σιτηγήσια — τὰ, Α δικαίωμα εισαγωγής ή εξαγωγής σίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτηγός «αυτός που μεταφέρει σίτο» + κατάλ. ήσιος*] …

    Dictionary of Greek

  • 62τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …

    Dictionary of Greek

  • 63υποδετήριο — το, Ν 1. μετάλλινο ή ξύλινο όργανο, με το οποίο φοράει κανείς πιο εύκολα τα παπούτσια του, κόκαλο 2. λωρίδα από δέρμα ή πανί εφαρμοσμένη στο πίσω τμήμα τού υποδήματος για την υποβοήθηση τής εισαγωγής τού ποδιού σε αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποδένω +… …

    Dictionary of Greek

  • 64φωσφορυλίωση — η, Ν 1. χημ. η χημική αντίδραση εισαγωγής τής ρίζας φωσφορύλιο στο μόριο μιας οργανικής ένωσης 2. (βιοχ.) η προσθήκη μιας φωσφορυλομάδας (ΡΟ3 2) σε μια οργανική ένωση 3. φρ. «οξειδωτική φωσφορυλίωση» (βιοχ.) διεργασία με την οποία οι αερόβιοι… …

    Dictionary of Greek

  • 65χάνσα — Ήδη από τον 12o αι. η λέξη χρησιμοποιόταν στη Γερμανία, τη βόρεια Γαλλία και την Αγγλία για τις εμπορικές και πολιτικές ενώσεις πόλεων αυτών των χωρών, που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση των κινδύνων. Τευτονική X. Ένωση πόλεων της βόρειας… …

    Dictionary of Greek

  • 66χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …

    Dictionary of Greek

  • 67ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …

    Dictionary of Greek

  • 68όπιο — Παχύρρευστος χυμός, που λαβαίνεται με εντομή στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της Μήκωνος της υπνοφόρουο (Papaver somniferum, ποικιλία album), λευκής παπαρούνας ιθαγενούς των χωρών της Ανατολής. Ο χυμός πήζει μόνος του μεταβαλλόμενος σε πάστα και… …

    Dictionary of Greek

  • 69αιράριο — (aerarium). Τo θησαυροφυλάκιο του ρωμαϊκού κράτους. Βρισκόταν στον ναό του Κρόνου που είχε οικοδομηθεί στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και για να διακρίνεται από τα άλλα θησαυροφυλάκια ονομαζόταν α. του Κρόνου ή του ρωμαϊκού λαού ή δημόσιο. Εκεί… …

    Dictionary of Greek

  • 70Άμστερνταμ — (Amsterdam).Πόλη (735.668 κάτ. το 2002) της Ολλανδίας, πρωτεύουσα του βασιλείου των Κάτω Χωρών, χτισμένη στη συμβολή του ποταμού Άμστελ (Άμστερνταμ σημαίνει στα φλαμανδικά, φράγμα του Άμστελ) με τον Οζ, (σε μια κόλπωση στο ΒΔ άκρο της λίμνης… …

    Dictionary of Greek