εισαγωγής

  • 41ευαισθητοποίηση — η [ευαισθητοποιώ] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού ευαισθητοποιώ, η όξυνση τών αισθήσεων 2. φρ. «ευαισθητοποίηση τής κοινής γνώμης» ενημέρωση και κινητοποίηση τής κοινής γνώμης ώστε να υπάρξουν αντιδράσεις για ορισμένο ζήτημα 3. βιολ. η… …

    Dictionary of Greek

  • 42θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… …

    Dictionary of Greek

  • 43ιχθυϊκός — ή, ό (Α ἰχθυϊκός, ή, όν) [ιχθύς] νεοελλ. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια αρχ. 1. ιχθυηρός* 2. επιγρ. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ ἰχθυϊκή και τὰ ἰχθυϊκά φόρος εισαγωγής ψαριών …

    Dictionary of Greek

  • 44κλίπερ — (Clipper). Τύπος μεγάλου και γρήγορου ιστιοφόρου, που επινοήθηκε στη Βόρεια Αμερική κατά τα μέσα του 19ου αι. και προοριζόταν για υπερωκεάνια ταξίδια μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων. Τα κ. είχαν ακριβέστατα μελετημένη καρίνα, ώστε να… …

    Dictionary of Greek

  • 45κνωδακοφόρος — ο 1. αυτός που φέρει κνώδακες, έκκεντρα 2. φρ. «κνωδακοφόρος άξονας» στρεφόμενη άτρακτος μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος άξονας.… …

    Dictionary of Greek

  • 46κουμερκιάρης — ο 1. ο ενοικιαστής τού κομμερκίου, δηλ. τού φόρου εισαγωγής, για ένα χρονικό διάστημα, συνήθως ενός έτους, ο κομμερκιάριος* 2. παροιμ. «όταν φτωχαίνει ο διάβολος, γίνεται κουμερκιάρης» λέγεται για δήλωση τής πονηριάς και απληστίας τών… …

    Dictionary of Greek

  • 47λαθρεμπόριο — Σύμφωνα με ορισμένες νομοθεσίες (γερμανική, βελγική, ισπανική) και κατά την κοινώς διαδεδομένη έννοια του όρου, λ. θεωρείται η εισαγωγή απαγορευμένων εμπορευμάτων σε μια χώρα. Κατά την ελληνική νομοθεσία (ν. 1165/1918 «περί τελωνειακού κώδικος»,… …

    Dictionary of Greek

  • 48λύκειο — Το ανώτατο σκέλος της ελληνικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παλαιότερα, οι αντίστοιχες τάξεις του λ. υπάγονταν στο γυμνάσιο και λ. ονομάζονταν μόνο τα ιδιωτικά σχολεία και μερικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (όπως το Βαρβάκειο), στα οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 49μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …

    Dictionary of Greek

  • 50μεθυλίωση — Χημική διαδικασία. κατά την οποία η μονοσθενής ρίζα μεθύλιο ( CH2) εισάγεται στο μόριο μιας ένωσης. Για να γίνει δυνατή η μ. χρησιμοποιούνται διάφοροι μεθυλιωτικοί παράγοντες, όπως είναι το μεθυλοϊωδίδιο (CH3I), μεθυλεστέρες οργανικών θειοξέων,… …

    Dictionary of Greek