εισαγωγής

  • 111Ταρνιέ, Στεπάν — (Tarnier, 1828 – 1897). Διάσημος Γάλλος μαιευτήρας και καθηγητής της μαιευτικής. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους γιατρούς του 18ου αι. και διακρίθηκε για τους μακρόχρονους αγώνες του για την καταπολέμηση της επιλόχειας λοίμωξης, γεγονός που… …

    Dictionary of Greek

  • 112Τζαμάικα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Βρίσκεται νότια της Κούβας και βρέχεται ολόγυρα από την Καραϊβική.Άλλοτε βρετανική αποικία, η Tζαμάικα είναι από τις 6 Aυγούστου 1962 ανεξάρτητο κράτος στο πλαίσιο της βρετανικής Kοινοπολιτείας.Διοικητικά διαιρείται …

    Dictionary of Greek

  • 113Τζιμπουτί — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει με την Ερυθραία στα βόρεια, με την Αιθιοπία στα νότια νοτιοδυτικά και με τη Σομαλία στα νότια.Διοικητικά η Δημοκρατία χωρίζεται σε 5 περιφέρειες: Aλί Σαμπίε, Nτικίλ, Tζιμπουτί, Tατζούρα, Γιομπόκ.… …

    Dictionary of Greek

  • 114Χέρμπαρτ, Γιόχαν Φρίντριχ — (Herbart, Όλντενμπουργκ, Κάτω Σαξονία 1776 – Γκέτινγκεν 1841). Γερμανός φιλόσοφος. Μαθητής στην Ιένα του Φίχτε και του Σίλερ, το 1802 άρχισε τη σταδιοδρομία του ως πανεπιστημιακός καθηγητής στο Γκέτινγκεν, όπου έμεινε έως τον θάνατό του. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 115Ωμ, Γκεόργκ Ζίμον — (Ohm, Έρλαγκεν 1787 Mόναχο 1854). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε σε δύσκολες συνθήκες και κατά διαστήματα, λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων και επειδή βοηθούσε τον σιδηρουργό πατέρα του. Το 1813 δίδαξε ως δάσκαλος στο Μπάμπεργκ και το 1817 ως… …

    Dictionary of Greek

  • 116εισάγομαι — εισάγομαι, (εισήχθη εισήχθησαν) βλ. πίν. 136 Σημειώσεις: εισάγομαι : η μτχ. ενεστώτα εισαγόμενος χρησιμοποιείται ευρύτατα ως επίθετο (εισαγόμενα προϊόντα → προϊόντα εισαγωγής)· …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 117αποκλεισμός — αποκλεισμός, ο και απόκλειση, η 1. η απομόνωση (συνήθως με ένοπλη βία) μιας χώρας: Η Ελλάδα υπόφερε από τον αποκλεισμό που της είχαν κάνει οι Αγγλογάλλοι στον α παγκόσμιο πόλεμο. 2. «εμπορικός αποκλεισμός», η άρνηση, από εμπόρους και καταναλωτές… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 118εμπάργκο — το (λ. αγγλ. από τα ισπαν.) 1. εμπορικός αποκλεισμός, απαγόρευση εισαγωγής και εξαγωγής ορισμένων ειδών. 2. απαγόρευση απόπλου ξένων πλοίων από τα λιμάνια ενός κράτους …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 119ενδοδιασκοπία — η (ιατρ.), μέθοδος εισαγωγής πηγής ακτινών Χ σε φυσικές κοιλότητες του σώματος για ακτινογράφηση …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 120АНАКАТАРСИС — [греч. ̓Ανακάθαρσις τῶν παλαιῶν νόμων очищение древних законов], наименование деятельности визант. императоров Македонской династии Василия I (867 886) и Льва VI (886 912) по переработке юстиниановского права и составлению новых законодательных… …

    Православная энциклопедия