εισαγωγής

  • 101νομιναλισμός ή ονοματοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν γενικές ή καθολικές ή αφηρημένες έννοιες (universalia). Το γεγονός ότι στη γλώσσα μας υπάρχουν γενικοί ορισμοί (δέντρο, θηλαστικό, άνθρωπος), δεν συνεπάγεται ότι πρέπει αναγκαστικά και η… …

    Dictionary of Greek

  • 102Ντέρνα — (Darnah). Πόλη (125.700 κάτ. το 2003) της Λιβύης και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας της Κυρηναϊκής. Βρίσκεται σε απόσταση 85 χλμ. από την Ελ Μπέιντα. Αλιευτικό λιμάνι της Μεσογείου, έχει αναγνωριστεί επίσημα από το ιταλικό κράτος ως το… …

    Dictionary of Greek

  • 103Ντομπρολιούμπωφ, Νικολάι Αλεξάντροβιτς — (Nikolai Alexandrovich Dobrolyubov,Νίζνι Νόβγκοροντ 1836 – Αγία Πετρούπολη 1861). Ρώσος φιλόσοφος και λογοτεχνικός κριτικός. Γιος ορθόδοξου ιερέα, έζησε τα παιδικά και τα νεανικά του χρόνια στην αθλιότητα, αλλά και στη μελέτη· σε ηλικία μόλις 20… …

    Dictionary of Greek

  • 104Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …

    Dictionary of Greek

  • 105Πρεβελάκης, Παντελής — (Pέθυμνο 1909 – 1986). Λογοτέχνης και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή της Αθήνας και στη Σχολή Γραμμάτων και το Ινστιτούτο Τέχνης και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου του Παρισιού. Το 1935 αναγορεύτηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου της… …

    Dictionary of Greek

  • 106Ρέζους (Rh), παράγοντας — Ουσία που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του πίθηκου Macacus rhesus (από όπου και η ονομασία) και ενός τμήματος του ανθρώπινου πληθυσμού (85% για τη λευκή φυλή). Η πρακτική σημασία της αντιγονικής αυτής ουσίας συνδέεται κυρίως με δύο ενδεχόμενα …

    Dictionary of Greek

  • 107Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …

    Dictionary of Greek

  • 108Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… …

    Dictionary of Greek

  • 109Σκιαδικά — Αντιμοναρχικές εκδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα το 1859. Άρχισαν όταν στις 10 Μαΐου εκείνου του χρόνου, εμφανίστηκαν στο Πεδίο του Άρεως αντιμοναρχικοί φοιτητές με σκάδια (καπέλα) εγχώριας παραγωγής, εκδηλώνοντας έτσι την αντίθεση τους στους… …

    Dictionary of Greek

  • 110Σουμπέτερ, Γιόζεφ Αλόις — (Schumpeter). Αυστριακός οικονομολόγος (Τρεστ, Μοραβία 1883 Τάκονιτς, Κονέκτικατ 1950). Καθηγητής στα πανεπιστήμια του Τσερνόβτσι (1909) και του Γκρατς (1911), μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο έγινε για λίγο υπουργός Οικονομικών της Αυστριακής… …

    Dictionary of Greek