ειλικρινής
1εἱλικρινής — εἰλικρινής , εἰλικρινής unmixed masc/fem nom sg …
2εἰλικρινής — unmixed masc/fem nom sg …
3ειλικρινής — ές (AM εἰλικρινής, ές) ευθύς, τίμιος, ανυπόκριτος μσν. καθαρός, αμόλυντος αρχ. 1. καθαρός, αμιγής 2. απλός, απόλυτος 3. ολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο τού οποίου το β συνθετικό προέρχεται από το θ. τού κρίνω με επίθημα es (πρβλ. ευκρινής). Το α… …
4ειλικρινής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, ουδ. πληθ. ή, επίρρ. ά που εκφράζεται απροκάλυπτα, ανυπόκριτος, φιλαλήθης, απροσποίητος: Ειλικρινής φίλος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5εἰλικρινῆ — εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εἰλικρινής unmixed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εἰλικρινής unmixed masc/fem acc sg (attic epic doric) …
6εἰλικρινέστερον — εἰλικρινής unmixed adverbial comp εἰλικρινής unmixed masc acc comp sg εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc comp sg …
7εἰλικρινεστάτων — εἰλικρινής unmixed fem gen superl pl εἰλικρινής unmixed masc/neut gen superl pl …
8εἰλικρινεστέρων — εἰλικρινής unmixed fem gen comp pl εἰλικρινής unmixed masc/neut gen comp pl …
9εἰλικρινέα — εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εἰλικρινής unmixed masc/fem acc sg (epic ionic) …
10εἰλικρινές — εἰλικρινής unmixed masc/fem voc sg εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc sg …