Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ειλικρινά

  • 1 откровенно

    откровенно ειλικρινά; \откровенно товоря για να είμαι ειλικρινής
    * * *

    открове́нно говоря́ — για να είμαι ειλικρινής

    Русско-греческий словарь > откровенно

  • 2 прямо

    прямо 1) κατευθείαν, ολόισια· идите \прямо πηγαίνετε ίσια 2) (откровенно) ανοιχτά, ειλικρινά
    * * *
    1) κατευθείαν, ολόϊσια

    иди́те пря́мо — πηγαίνετε ίσια

    2) ( откровенно) ανοιχτά, ειλικρινά

    Русско-греческий словарь > прямо

  • 3 сердце

    сердце с η καρδιά ◇ от всего \сердцеа, от чистого -а ειλικρινά, με όλη μου την ψυχή
    * * *
    с
    η καρδιά
    ••

    от всего́ се́рдца, от чи́стого се́рдца — ειλικρινά, με όλη μου την ψυχή

    Русско-греческий словарь > сердце

  • 4 непосредственно

    непосредственн||о
    нареч
    1. (прямо) ἄμεσα, κατ' εὐθείαν, ἀμέσως·
    2. (еетественно, непринужденно) ἐΙλικρινά [-ῶς], αὐθόρμητα.

    Русско-новогреческий словарь > непосредственно

  • 5 совееть

    совеет||ь
    ж ἡ συνείδηση [-ις]:
    свобода \совеетьи ἐλευθερία τής συνείδησης· угрызения \совеетьи οἱ τύψεις συνειδήσεως· поступать по (против) \совеетьи ἐνεργώ σύμφωνα (αντίθετα) μέ τή συνείδηση μου· делать что-л. на \совееть κάνω κάτι εὐσυνείδητα· не иметь \совеетьи δέν ἔχω φιλοτιμο· для очистки \совеетьи γιά νά ἔχω καθαρή τή συνείδηση μου· без зазрения \совеетьи ξεδιάντροπα ἀσυστόλως по \совеетьи говоря γιά νά μιλήσουμε εἰλικρινά.

    Русско-новогреческий словарь > совееть

  • 6 Tukey's test

    = Tukey statistic; honestly significant difference test; HSD-test
    French\ \ coefficient de Tukey; test de Tukey; test HSD
    German\ \ Tukey-Test; Tukey-Statistik
    Dutch\ \ toetsingsgrootheid van Tukey
    Italian\ \ statistica di Tukey; test Tukey; test di Tukey
    Spanish\ \ estadístico de Tukey
    Catalan\ \ prova de Tukey; test de Tukey; estadístic de Tukey; prova de la diferència honestament significativa; prova DHS o HSD
    Portuguese\ \ teste de Tukey (de comparações múltiplas); estatística de Tukey; teste HSD
    Romanian\ \ testul Tukey
    Danish\ \ Tukeys test
    Norwegian\ \ Tukeys test
    Swedish\ \ Tuckey test
    Greek\ \ δοκιμασία Tukey του; Tukey στατιστικό; ειλικρινά σημαντική δοκιμασία διαφορά
    Finnish\ \ Tukeyn tunnusluku; Tukeyn testi
    Hungarian\ \ Tukey-statisztika; Tukey-próba
    Turkish\ \ Tukey istatistiği; Tukey sınaması; Tukey testi; gerçekten anlamlı fark testi; HSD veya GERAF testi
    Estonian\ \ Tukey statistik; Tukey test
    Lithuanian\ \ Tukey statistika kriterijus; Tjukio statistika kriterijus
    Slovenian\ \ Tukeyev test; Tukeyev preizskus
    Polish\ \ statystyka Tukeya
    Russian\ \ тест Таки; статистика Таки; критерий действительно значимого различия
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ Tukey próf
    Euskara\ \ Tukey-ren test
    Farsi\ \ amareye Tukey; azmoone Tukey
    Persian-Farsi\ \ تفاضل معني‌دار صديق
    Arabic\ \ اختبار توكي ، احصاءة توكي ، اختبار HSD لتوكي
    Afrikaans\ \ Tukey-statistiek; Tukey-toets
    Chinese\ \ 图 基 统 计 量
    Korean\ \ 튜키 통계량

    Statistical terms > Tukey's test

  • 7 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 8 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 9 искренно

    κ. искренне
    επίρ.
    ειλικρινά.

    Большой русско-греческий словарь > искренно

  • 10 начисто

    επίρ.
    1. κατακάθαρα, καθαρότατα, πεντακάθαρα, παστρικά, καθάρια. || καθαρά, χωρίς μουντζούρες•

    переписать начисто ξαναγράφω καθαρά.

    2. πλήρως, εντελώς, παντελώς, ολωσδιόλου•

    его ограбили начисто τον καταλήστεψαν (κα-ταλεηλάτησαν).

    3. (απλ.) ειλικρινά, ξάστερα, σταράτα, απροκάλυπτα.

    Большой русско-греческий словарь > начисто

  • 11 откровенничать

    ρ.δ. μιλώ ειλικρινά.

    Большой русско-греческий словарь > откровенничать

  • 12 откровенно

    επιρ. ειλικρινά.

    Большой русско-греческий словарь > откровенно

  • 13 открыто

    επίρ.
    ανοιχτά• ειλικρινά κλπ. επ.

    Большой русско-греческий словарь > открыто

  • 14 положить

    -ложу, -ложишь, προστκ. положи, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. положенный, βρ: -жен, -а, -о.
    1. βλ. класть.
    2. παλ. αποφασίζω• καθιερώνω.
    3. (απρόσ.) -жено πρέπει, έπρεπε, επιβάλλεται, επιβάλλονταν.
    4. положим (παρνθ. λ.) ας υποθέσομε, ας πούμε, ας παραδεχτούμε•

    положим, что это так ας πούμε πως αυτό είναι έτσι•

    положим, что вы правы ας παραδεχτούμε ότι εσείς έχετε δίκαιο.

    εκφρ.
    положа руку на сердце (сказать)• – βάζοντας το χέρι στην καρδιά (λέγω ειλικρινά).
    βασίζομαι, στηρίζομαι• εμπιστεύομαι•

    положить на него нельзя δεν πρέπει να βασιστείς σαυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > положить

  • 15 правда

    θ.
    1. αλήθεια•

    он всега говорит -у αυτός πάντοτε λέει την αλήθεια•

    сущая правда πραγματική αλήθεια•

    правда глаза колет παρμ. η αλήθεια είναι πικρή.

    || η σωστότητα (απόψεων κ.τ.τ.). || πραγματικότητα. || βλ. правота.
    2. δίκαιο, δικαιοσύνη•

    искать -у αναζητώ (γυρεύω) την αλήθεια.

    3. παλ. κώδικας, θεσμολόγιο.
    4. ω? κατηγ. είναι αλήθεια, σωστό, δίκαιο.
    5. παρνθ. λ. πραγματικά, αλήθεια. || ερωτηματικό αλήθεια; είναι δυνατόν,• не правда ли? δεν είναι αλήθεια;
    εκφρ.
    всеми -ами и неправдами – με όλα τα μέσα (θεμιτά και αθέμιτα)
    по -е говоря ή -у говоря ή сказать – (παρενθετικό) για να είμαι αληθής•
    по -е – τίμια, σωστά•
    правда-матка – αλήθεια πραγματική•
    - у-матку резать – (απλ.) ανοιχτά, καθαρά, σταράτα ειλικρινά•
    смотреть (глядеть) -е в глаза ή в лицо – αντικρίζω (εκτιμώ) την αλήθεια θαρρετά, ατάραχα, νηφάλια•
    что правда, то правда – η αλήθεια να λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > правда

  • 16 признать

    знаю, -знаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. признанный, βρ: -нал, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (ανα)γνωρίζω•

    в этом наряде тебя не -аешь με τέτοια ενδυμασία είναι δύσκολο να σε γνωρίσει κανένας.

    2. παραδέχομαι, αναγνωρίζω•

    признать новое государство αναγνωρίζω το νέο κράτος.

    3. ομολογώ, παραδέχομαι•

    признать свою ошибку αναγνωρίζω το λάθος μου.

    || αποφαίνομαι, καθορίζω, βγάζω το συμπέρασμα, θεωρώ, λογίζω.
    1. αναγνωρίζω, παρο:δέχομαι, ομολογώ•

    признать в преступлении παραδέχομαι το έγκλημα μου•

    признать в воровстве παραδέχομαι ότι είμαι κλέφτης•

    -юсь το παραδέχομαι•

    он не -лся αυτός δεν το παραδέχτηκε.

    2. признать ή -аюсь (παρνθ. λ.) για ναείμαι ειλικρινής.
    εκφρ.
    признать сказать – για ναμιλήσω ειλικρινά•
    признать в любви – εξομολογούμαιτην αγάπη.

    Большой русско-греческий словарь > признать

  • 17 совесть

    θ.
    συνείδηση•

    голос совести η φωνή της συνείδησης•

    не иметь ни стыда ни совести δεν έχω ούτε ντροπή, ούτε συνείδηση•

    спокоиная совесть ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση.

    εκφρ.
    свобода -и – ελευθερία συνείδησης•
    на совесть делать что – α) ευσυνείδητα κάνω κάτι. β) στη συνείδηση (επαφίεμαι)•
    не за страх, а за совесть делать что – όχι από φόβο, αλλά από συνείδηση κάνω κάτι•
    идти против -и – πηγαίνω αντίθετα προς τη συνείδηση•
    надо иметь совесть – πρέπει νε έχεις συνείδηση (να μη είσαι ασυνείδητος)•
    для очистки -и – για να έχω καθαρή τη συνείδηση•
    по -и сказать и по -иговоря – για να μιλήσω (μιλώντας) ειλικρινά•
    примириться со своей -ью – συμφιλιώνομαι με τη συνείδηση (ακούω τη φωνή της συνείδησης).

    Большой русско-греческий словарь > совесть

  • 18 честь

    θ.
    1. τιμή•

    дело честьи ζήτημα τιμής•

    клясться -ью ορκίζομαι στην τιμή μου•

    долг -и καθήκο τιμής•

    задеть чью-н. честь θίγω την τιμή κάποιου.

    || υπερηφάνεια, καύχημα, καμάρι•

    этот студент честь честь нашего института αυτός ο φοιτητής είναι η τιμή του Ινστιτούτου μας.

    || (για γυναίκες) αγνότητα• παρθενικότητα.
    2. σεβασμός•

    это для меня большая честь αυτό για μένα είναι μεγάλη τιμή.

    εκφρ.
    в честь – προς τιμή, σε ένδειξη τιμής ή σεβασμού•
    быть в -и – τιμούμαι•
    не сыть в -и – δεν τιμούμαι•
    из -и – ένεκα τιμής•
    к –и – προς τιμή•
    по -и – α) τίμια• έντιμα, β) ειλικρινά, με συνείδηση (καλά)•
    с -ью сделать что – κάνω κάτι με συνείδηση (εξαιρετικά καλό)•
    честь -ью ή честь почестьи – όπως πρέπει, όπως αρμόζει, όπως χρειάζεται•
    - ью (сделать что) – από καλή θέληση, προαιρετικά (κάνω κάτι)•
    иметь честь быть ваш... – έχω την τιμή να είμαι δικός σας...•
    отдать честь – α) στρατ. χαιρετώ, β) παρουσιάσω όπλα. γ) προτιμώ•
    считать ή поставить за честь что – θεωρώ τιμή μου•
    выйти с -ью из чего – βγαίνω έντιμα (από δύσκολη κατάσταση)•
    полечестьи – το πεδίο της τιμής (της μάχης)- судчестьи δικαστήριο τιμής•
    была бы -предложена – αδιαφορώ, μου είναι αδιάφορο (να δεχτώ πρόταση, να συμφωνήσω κλπ.)•
    ваша (его, твоя, их) честь – η εντιμότητα σας (του, σου, τους)•
    принадлежишь честь кому – ανήκει η τιμή σε κάποιον (για εφεύρεση, δημιουργία κ.τ.τ.)•
    честь к место кому παλ. – τιμή και θέση (παράκληση κατάληψης τιμητικής θέσης).
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    παλ. θεωρώ, εκλαμβάνω, παίρνω, λογαριάζω.
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    (παλ. κ. διαλκ.) διαβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > честь

См. также в других словарях:

  • Elli Kokkinou — Infobox musical artist 2 Name = Elli Kokkinou el. Έλλη Κοκκίνου Img capt = Elli Kokkinou in 2005 Background = solo singer Born = birth date and age|1970|7|24 Athens, Greece Died = Origin = Athens, Greece Genre = Modern Laika, Pop, dance Years… …   Wikipedia

  • Mia Nihta Zoriki — Μια νύχτα ζόρικη Studio album by Paschalis Terzis Released November …   Wikipedia

  • Elli Kokkinou — (griechisch Έλλη Κοκκίνου; * 24. Juli 1970 in Athen) ist eine der bekanntesten griechischen Pop Folk und Modern Laika Sängerinnen. Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • αγοήτευτος — η, ο (AM ἀγοήτευτος, ον) [γοητεύω] αυτός που δεν γοητεύτηκε ή δεν μπορεί να γοητευτεί από κάτι, άθελκτος, αδελέαστος αρχ. (το επίρρ.) ἀγοητεύτως άδολα, ειλικρινά …   Dictionary of Greek

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • αληθινός — ή, ό (AM ἀληθινός, ή, όν) 1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός 2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος 3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός 4. (για πράγματα) πραγματικός,… …   Dictionary of Greek

  • αληθουργής — ἀληθουργής, ὲς (Α) αυτός που ενεργεί αληθινά, ειλικρινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + ουργὴς < ἔργον] …   Dictionary of Greek

  • απλοΐζομαι — ἀπλοΐζομαι (Α) συμπεριφέρομαι απλά, ειλικρινά προς τους φίλους …   Dictionary of Greek

  • απλώς — και απλά (AM ἁπλῶς) επίρρ. απλά, φυσικά, απονήρευτα αρχ. 1. κατά ένα και μόνο τρόπο 2. αφελώς, χωρίς επιτήδευση, ειλικρινά, καθαρά 3. απόλυτα, ανεξαίρετα …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • κατευορκώ — κατευορκῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού ευορκώ*) ορκίζομαι ειλικρινά, ορθά, σε αντιδιαστολή με το επιορκώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐορκῶ «δίνω ειλικρινή όρκο»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»