-
1 εικόνα
[икона] ουσ. Θ. картина, рисунок, иллюстрация,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εικόνα
-
2 образ
образ Iм1. (облик, вид) ἡ εἰκό-να [-ών], ἡ μορφή·2. (характер, склад) ὁ τρόπος:\образ жизни ὁ τρόπος ζωής, ὁ τρόπος του ζήν \образ мыслей ὁ τρόπος τής σκέψης·3. (способ) ὁ τρόπος:некоторым \образом τρόπον τινά, κατά κάποιο τρόπο· главным \образом κυρίως, πρό παντός, κατ' ἐξοχήν равным \образом κατά τόν ίδιο τρόπο· каким \образом? μέ ποιό τρόπο;, μέ τί τρόπο;· никоим \образом μέ κανένα τρόπο, κατ' ού-δένα τρόπο· таким \образом ἐτσι, κατ' αὐτό τόν τρόπο·4. лит., иск. ἡ είκόνα [-ών], ἡ παράσταση [-ις]:мыслить \образами σκέπτομαι παραστατικἄ художественный \образ ἡ καλλιτεχνική είκόνά ◊ обстоятельство \образа действия грам. ὁ τροπικός προσδιορισμός· по \образу и подобию (чьему-л.) κατ· είκόνα καί ὁμοίωση.образ IIм церк. ἡ είκόνα [-ών], τό εἰκόνισμα. -
3 образ
образ 1-а α.1. μορφή, εικόνα, όψη είδος, σχήμα. || παρουσιαστικό, φιγούρα, φόρμα.2. απεικόνιση•образ внешнего мира απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου.
3. (για έργο λογοτεχνικό, Τέχνης κ.τ.τ.) τύπος, χαρακτήρας.4. τρόπος•образ жизни τρόπος ζωής•
образ правления μορφή διοίκησης•
образ мыслей τρόπος σκέψης ή του σκέπτεσθαι•
образ действия τρόπος ενέργειας (δράσης).
5. οε οργ. πτ. μεεπ. ή αντων. χρησιμοποιείται σανεπιρ. με τη σημασία από το επίθετο): коренным -ом ριζικά•насильственным -ом δυναμικά•
главным -ом κυρίως, βασικά, προ πάντων, κατ εξοχήν•
никоим -ом με κανένα τρόπο•
равным -ом εξ ίσου•
некоторым -ом ως ένα βαθμό•
тем или иным -ом με τον ένα ή τον άλλο τρόπο•
следующим -ом με τον ακόλουθο τρόπο•
каким -ом? με τι τρόπο; πως;•
наилучшим -ом κατά τον καλύτερο τρόπο•
надлежащим -ом όπως χρειάζεται, δεόντως•
таким -ом μ αυτόν τον τρόπο, κατ αυτόν τον τρόπο, έτσι•
иным -ом κατ άλλον τρόπο.
εκφρ.в -е – εν είδη, ως, σαν•по -у и подобию – κατ εικόνα και ομοίωση•утратить (потерять) человеческий образ – χάνω την ανθρώπινημορφή (χάνω τον ανθρωπισμό, αποκτηνώνομαι).образ 2-а, πλθ. -а α. (εκκλσ.) εικόνα,εικόνισμα•образ Богородицы εικόνα της Θεοτόκου.
-
4 изображение
1. (картина, рисунок) η εικόν/α, η απεικόνισηувеличивать - μεγεθύνω την -, κάνω μεγέθυνση της - αςуменьшать - σμικρύνω/μικραίνω την -, κάνω σμίκρυνση της - αςрадиолокационное - η εικόνα/το στίγμα στο ραντάρрезкое - έντονη -, ευδιάκριτη -2. опт. η εικόναраздвоенное (тлв.) - διπλή -чёткое - ευδιάκριτη -, καθαρή -3. мат. το σχήμα, η παράσταση· аксонометрическое - αξονομετρικό - 4. (действие) η αναπαράσταση, η απεικόνισηграфическое - γραφική -, το διάγραμμαтопографическое - τοπογραφική -, η τοπογραφική αποτύπωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изображение
-
5 представление
1. мат. η παρουσίαση 2. (предъявление, показ, подача) η παρουσίαση, η εμφάνιση 3. театр. η παράσταση 4. (фи-лос, психол.) η ιδέα 5. (конкретный образ предмета или явления, который воспроизводится в сознании) η ιδέαη εικόνα6. (понимание, знание кого-, чего-л.) η ιδέα, η γνώσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > представление
-
6 изображение
изображение с 1) (действие) η περιγραφή, η απεικόνιση 2) (картина) η εικόνα* * *с1) ( действие) η περιγραφή, η απεικόνιση2) ( картина) η εικόνα -
7 икона
-
8 картина
-
9 негатив
-
10 образ
образ м} 1) η εικόνα, η μορφή· художественный \образ η καλλιτεχνική μορφή 2) (спо· соб) ο τρόπος* \образ жизни о τρόπος ζωής' каким \образом? πώς; με ποιο τρόπο; таким \образом έτσι, μ' αυτό τον τρόπο никоим \образом με κανένα τρόπο ◇ главным \образом κυρίως* * *м1) η εικόνα, η μορφήхудо́жественный о́браз — η καλλιτεχνική μορφή
2) ( способ) ο τρόποςо́браз жи́зни — ο τρόπος ζωής
каки́м о́бразом? — πώς; με ποιο τρόπο
таки́м о́бразом — έτσι, μ'αυτό τον τρόπο
нико́им о́бразом — με κανένα τρόπο
••гла́вным о́бразом — κυρίως
-
11 картина
карти́н||аж1. ὁ πίνακας, ὁ πίναξ, ἡ εἰκόνα, ἡ ζωγραφία:жанровая \картина ὁ πίνακας ὁρισμένου ζάνρ· \картина масляными красками ἡ ἐλάιογραφιά·2. (фильм) разг τό φίλμ, ἡ ταινία· ◊ живые \картинаы ἡ ζωντανή είκόνα. -
12 иллюстрация
-и θ.1. εικόνα, εικονογραφία•книга с -ми βιβλίο με εικόνες.
2. εικονογράφιση.3. μτφ.εποπτική εικόνα• παραστατική επεξήγηση. -
13 картина
-ы θ.1. πίνακας, εικόνα, ζωγραφιά, ταμπλό•-ы Рафаэля πίνακες του Ραφαήλ•
книга с -ами εικονογραφημένο βιβλίο.
2. αναπαράσταση με τη φαντασία• - прошлого εικόνα από το παρελθόν•-ы детства εικόνες από την παιδική ζωή.
3. για κάτι όμορφο•это не дом, а - αυτό δεν είναι σπίτι, αλλά ζωγραφιά.
|| ζωντανή λογοτεχνική περιγραφή.4. ένα μέρος πράξης δραματικού έργου• σκηνή.5. κινηματογραφική ταινία. -
14 картинка
-и θ.1. υποκορ. της λ. картина.2. εικόνα βιβλίου.εκφρ.модная - – (παλ.) εικόνα μόδας•как - ή как на -е – σαν ζωγραφιά (πολύ όμορφος)•одет (одетый) по -е – (παλ.) ντυμένος με τη μόδα•переводные -и – χαλκομανίες. -
15 дальномер
(телеметр) το τηλέμετρο, το διαστημόμετρο, ο δείκτης των αποστάσεωνбинокулярный - см. стереоскопический -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дальномер
-
16 двоение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > двоение
-
17 иллюстрировать
1. (снабжать рисунками содержание чего-л) εικονογραφώ 2. (пояснять что-л. наглядным примером) επεξηγώ (με εποπτική εικόνα ή παράδειγμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иллюстрировать
-
18 интерьер
1. (арх) η εσωτερική δια-ρύθμιση 2. (жив.) о πίνακας/η εικόνα που παριστάνει τον εσωτερικό χώρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интерьер
-
19 кадр
η εικόνα, η φωτογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кадр
-
20 картина
1. тех. η εικόνα, η παράσταση 2. (жив.) о πίνακας-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > картина
См. также в других словарях:
εικόνα — η 1. αναπαράσταση πραγματικής ή φανταστικής μορφής με τις πλαστικές ή διακοσμητικές τέχνες (άγαλμα, ανάγλυφο, ζωγραφιά, κέντημα κτλ.), ομοίωμα μορφών και πραγμάτων: Ο προϊστάμενος έχει στο γραφείο του την εικόνα του πρωθυπουργού. 2. αγιογραφία,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εικόνα — (Μαθημ.). Αν A,B δύο σύνολα, F μία απεικόνιση από το Α στο Β, δηλαδή ένα μη κενό υποσύνολο του καρτεσιανού γινομένου A x Β (Fc = A x Β) και (χ,ψ) F, τότε το ψ ονομάζεται μια ε. του χ κατά την απεικόνιση ψ. γεωμετρική ε. συνάρτησης. Αν f είναι… … Dictionary of Greek
εικόνα, φορητή — Ζωγραφικός πίνακας πάνω σε σανίδα, με παραστάσεις σκηνών και μορφών της χριστιανικής θρησκείας. Οι φ.ε. διακρίνονται βασικά σε δύο είδη: στις λατρευτικές και στις διδακτικές. Οι πρώτες απεικονίζουν ιερά πρόσωπα, οι δεύτερες περιέχουν σκηνές από… … Dictionary of Greek
εἰκόνα — εἰκών likeness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
εἰκόν' — εἰκόνα , εἰκών likeness fem acc sg εἰκόνι , εἰκών likeness fem dat sg εἰκόνε , εἰκών likeness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ζακύνθου — Το Μουσείο Ζακύνθου (πλατεία Σολωμού) θεωρείται από πολλούς ιστορικούς της τέχνης ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδας, για ένα βασικό κυρίως λόγο: Μέσα από τα περίπου 600 εκθέματά του μπορεί κανείς να παρακολουθήσει πιο καθαρά απ’ ό,τι σε… … Dictionary of Greek