εγωγε
1ἐγώγε — nom/voc 1st sg (attic epic) …
2ἔγωγε — ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg …
3'γωγε — ἔγωγε , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg …
4κἄγωγ' — ἔγωγε , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg …
5κἄγωγε — ἔγωγε , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg …
6ἅγωγ' — ἔγωγε , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg …
7ἔγωγ' — ἔγωγε , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg …
8ἰώγα — ἐγώγε nom/voc 1st sg …
9ἰώνγα — ἐγώγε nom/voc 1st sg …
10εγώ — Προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου, με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή προς το εσύ (δεύτερο πρόσωπο) και το αυτός (τρίτο πρόσωπο). (Φιλοσ.) Στη σύγχρονη φιλοσοφία η αντωνυμία ε. ως ουσιαστικό… …
Страницы