-
1 беспризорный
беспризо́рн||ый1. прил ἐγκαταλειμμένος, ἀστεγος;2. м см. беспризорник. -
2 заброшенный
заброшенн||ый1. прич. от забросить·2. прил ἐγκατα(λε)λειμμένος, παρατημένος, παραμελημένος:\заброшенныйый сад ἐγκαταλειμμένος κήπος, \заброшенный||ый ребенок τό παρατημένο παιδί. -
3 беспризоный
[μπισπριζόρνυϊ] εκ. εγκαταλειμμένος -
4 беспризоный
[μπισπριζόρνυϊ] επ εγκαταλειμμένος -
5 заброшенный
επ. από μτχ.εγκαταλειμμένος, παρατημένος•заброшенный сад παρατημένος δεντρόκηπος•
заброшенный ребенок παρατημένο παιδάκι.
|| ανεπίβλε-πτος, παραμελημένος, ανεπιμέλητος, απεριποίητος•заброшенный вид παραμελημένη όψη (εμφάνιση).
-
6 заглохлый
επ.εγκαταλειμμένος, παρατημένος. -
7 задичать
ρ.σ.1. μένω εγκαταλειμμένος, παραμελημένος, παρατημένος (για κήπο, δάσος κ.τ.τ.).2. αγριεύω, γίνομαι άγριος. -
8 запустелый
επ. παλ. εγκαταλειμμένος, παραμελημένος, παρατημένος, έρημος•запустелый сад παρατημένος δεντρόκηπος.
-
9 запущенный
επ. από μτχ.1. εγκαταλειμμένος, παραμελημένος, παρατημένος• αφρόντιστος•запущенный сад παρατημένος δεντρόκηπος.
2. παλαιός•запущенный бронхит παλαιά βρογχίτιδα (που δε θεραπεύτήκε)•
-ая рана πληγή που δε θεραπεύτηκε έγκαιρα.
-
10 затерянный
επ.ατιο μτχ. παρατημένος,εγκαταλειμμένος, παραμελημένος. -
11 осиротелый
επ.ορφανεμένος, ορφανός•осиротелый ребёнок ορφανό παιδάκι.
|| μτφ. εγκαταλειμμένος, παρατημένος, έρημος•-ая комната ερημωμένο δωμάτιο.
См. также в других словарях:
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
ευκαιρώνω — [εύκαιρος] 1. εκκενώ, αδειάζω 2. εγκαταλείπω 3. φεύγω 4. (η μτχ. ως επίθ.) εὐκαιρωμένος ή φκαιρωμένος άδειος, εγκαταλειμμένος … Dictionary of Greek
Στότζας — Βυζαντινός στρατιωτικός, γνωστός και με το όνομα Τσότζας. Πήρε μέρος στην εκστρατεία της Καρχηδόνας εναντίον των Βανδάλων (534). Μετά την κατάχτηση της Βόρειας Αφρικής και την αναχώρηση του Βελισάριου, ο Σ. πρωτοστάτησε στη στάση της φρουράς της… … Dictionary of Greek
έκθετος — η, ο 1. ο εκτεθειμένος, ο εγκαταλειμμένος, o απροστάτευτος. 2. το ουδ. ως ουσ., έκθετο (ενν. βρέφος), το βρέφος που εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκαταλείπω — εγκατέλειψα και εγκατάλειψα, εγκαταλείφτηκα, εγκαταλειμμένος, μτβ. 1. αφήνω κάτι ή κάποιον στην τύχη του απροστάτευτο, παρατάω, τα μουντζώνω: Εγκατέλειψε τη θέση του. 2. απομακρύνομαι από κάπου για πάντα: Εγκατέλειψε επιτέλους την Αμερική και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)