είχον

  • 41επιτευκτικός — ἐπιτευκτικός, ή, όν (Α) [επιτευκτός] 1. ικανός να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ εὐβουλία ἕξις... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῑς πρακτοῑς βελτίστων», Αριστοτ.) 2. απόλ. επιτυχής, αποτελεσματικός («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν… …

    Dictionary of Greek

  • 42ευλογητικός — ή, ό και βλογητικός, ιά, ό (Μ εὐλογητικός, ή, ό και βλογητικός, ιά, ό και βλοητικός, ιά, ό) [ευλογητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευλογία, αυτός που τελείται με ευλογία 2. αυτός που δίνει ευλογία, ο ευλογητής 3. το θηλ. ως ουσ. η… …

    Dictionary of Greek

  • 43εφαπτίς — ἐφαπτίς, ίδος, ἡ (Α) [εφάπτομαι] 1. στρατιωτικός επενδύτης, χλαίνη, μανδύας, πανωφόρι («πάντες οἱ προειρημένοι εἶχον πορφυρᾱς ἐφαπτίδας, πολλοὶ δὲ διαχρύσους», Πολ.) 2. μανδύας τής απεικόνισης τού αστερισμού τού Τοξότη 3. εβραϊκό ιερατικό ένδυμα… …

    Dictionary of Greek

  • 44ιρωσύνη — ἱρωσύνη, ἡ (Α) (ιων. τ. τού ιερωσύνη*) ιερατικό αξίωμα («τεμένεα ἐξελῶν καὶ ἱρωσύνας τὰ ἄλλα πάντα τὰ πρότερον εἶχον βασιλέες», Ηρόδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 45κατάκλειστος — η, ο (AM κατάκλειστος, ον) [κατακλείω] ο τελείως κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», Στράβ.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το σπίτι του, ούτε δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος …

    Dictionary of Greek

  • 46κατερείκω — (Α) 1. χοντροκοπανίζω, θρυμματίζω, χοντραλέθω 2. μτφ. καταπραΰνω, κοπάζω («δυνατὴ τὸν ἐμὸν θυμὸν κατερεῑξαι», Αριστοφ.) 3. μέσ. κατερείκομαι ξεσχίζω τα φορέματα μου λόγω πένθους ή θλίψεως («τά τε ἐσθῆτος ἐχόμενα εἶχον, ταῡτα κατηρείκοντο καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 47κητώεις — κητώεις, εσσα, εν (Α) 1. (ομηρικό επίθ. τής Λακεδαίμονος) ο γεμάτος κοιλότητες, χαράδρες, σπηλιές («οἵ δ εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Δούρειο Ίππο) σπηλαιώδης, κοίλος, κούφιος 3. πελώριος, τεράστιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης …

    Dictionary of Greek

  • 48κλισία — κλισία, ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α) 1. μέρος στο οποίο κάποιος αναπαύεται 2. (ειδ.) πρόχειρη κατοικία, καλύβα (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», Ομ. Ιλ. β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» Ομ. Ιλ. γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες») 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 49κοκκύμηλον — κοκκύμηλον, τὸ (Α) το δαμάσκηνο («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών). [ΕΤΥΜΟΛ. Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. κόκκος, ενώ το υ υποδηλώνει παρετυμολογική συσχέτιση τής λ. με το κόκκυξ. Στον σχηματισμό τού συνθέτου κοκκύμηλον επέδρασε …

    Dictionary of Greek

  • 50κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …

    Dictionary of Greek