είτης

  • 1νομαρείτης — νομαρείτης, ὁ (Μ) φύλακας τής αγοράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναμάριον + κατάλ. είτης (πρβλ. ορ είτης αρουρ είτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 2σωρείτης — ο, ΝΑ, και σωρίτης Α (λογ.) 1. είδος σύνθετου συλλογισμού ο οποίος μπορεί να αναλυθεί σε τόσους απλούς συλλογισμούς όσες είναι και οι προτάσεις, εκτός από την πρώτη και την τελευταία 2. το επιχείρημα τού σωρού, κατά το οποίο εξακολουθούμε να… …

    Dictionary of Greek