είπε ο

  • 31CANIS — I. CANIS Arabiae Felicis fluv. Ptol. II. CANIS Ordo equestris a Buchardo IV. ex Montmorantia famil. primo Galliae Barone, institutus; qui pace cum Philippo I. vel Ludov. fil. eius potius, a quo arce quâdam exutus erat, quod Adrianum Abbatem S.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 32άδμητος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Φερών στη Θεσσαλία, γιος του Φέρητα και εγγονός του Κρηθέα και της Τυρώς. Μητέρα του Α. ήταν η Κλυμένη, κόρη του Μινύα. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Α., είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την ωραία κόρη… …

    Dictionary of Greek

  • 33αδείμαντος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Ωκύτη, ναύαρχος του Κορινθιακού στόλου την εποχή που ο Ξέρξης θέλησε να κατακτήσει την Ελλάδα. Όταν ο Θεμιστοκλής, έχοντας λάβει από τους Ευβοείς τριάντα τάλαντα για να ναυμαχήσει με τους Πέρσες έξω από την Εύβοια,… …

    Dictionary of Greek

  • 34γρυ — (AM γρῡ) φρ. «δεν είπε γρυ > > δεν είπε τίποτε (πρβλ. α. «τὸν μηδὲ γρῡ ἀντιφθεγγόμενον», Ευστάθιος β. «ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῡ τιτθὴ λέγε», Μένανδρος γ. «περὶ δὲ Φωκέων ἤ Θηβαίων... οὐδὲ γρῡ», Δημοσθένης δ. «καὶ ταῡτ ἀποκρινομένω τὸ παράπαν …

    Dictionary of Greek

  • 35δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 36και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …

    Dictionary of Greek

  • 37κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 38κουβέντα — η 1. συζήτηση με κάποιον, συνομιλία 2. αυτό που λέει κάποιος, λέξη, λόγος ή φράση (α. «δεν είπε κουβέντα» β. «αυτή η κουβέντα που είπε ήταν πολύ προσβλητική») 3. φρ. α) «σταράτες κουβέντες» ή «στρογγυλές κουβέντες» ξεκάθαρα λόγια, χωρίς… …

    Dictionary of Greek

  • 39πανηγυρικός — ή, ό / πανηγυρικός, ή, όν, ΝΑ [πανήγυρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 40ποιηματάκι — το, Ν [ποίημα, ατος] 1. μικρό, ολιγόστιχο ποίημα 2. ασήμαντο ποίημα 3. φρ. «τό είπε το ποιηματάκι του» είπε πράγματα που τά λέει συνήθως, μηχανικά ή υποβολιμαία …

    Dictionary of Greek