είπε ο

  • 121καράς — (I) ο 1. μαύρο άλογο 2. φρ. «αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς» λαϊκή κωμική έκφραση που απαγγέλλεται με στόμφο για να διακωμωδήσει άνθρωπο μεγαλοπράγμονα που υπόσχεται πολλά και μεγαλεπήβολα, αλλά δεν προφθάνει να τά… …

    Dictionary of Greek

  • 122καταλεπτώς — [καταλεπτός) επίρρ. λεπτομερώς, με ακρίβεια («τού τά είπε καταλεπτώς») …

    Dictionary of Greek

  • 123καταψηλαφώ — καταψηλαφῶ, άω (AM) 1. ψηλαφώ προσεκτικά, επιμελώς («ταῡτα εἶπε καταψηλαφήσασά μου τὰ ὦτα καὶ τὸ λοιπὸν δέρμα», Λουκιαν.) 2. μτφ. αναζητώ 3. ερευνώ με επιμέλεια 4. δοκιμάζω …

    Dictionary of Greek

  • 124κιλό — το 1. μονάδα βάρους τών σωμάτων που ισοδυναμεί με χίλια γραμμάρια, το χιλιόγραμμο 2. το βάρος (α. «πόσα κιλά έχει;» πόσο ζυγίζει; β. «πρέπει να χάσει πολλά κιλά ακόμη» πρέπει να αδυνατίσει) 3. φρ. «με το κιλό» σε μεγάλη ποσότητα, με το σωρό… …

    Dictionary of Greek

  • 125κολακευτικός — ή, ό (AM κολακευτικός, ή, όν) [κολακεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολακεία ή που προσιδιάζει ή αποβλέπει σε κολακεία (α. «κολακευτικός λόγος» β. «κολακευτικὸς σοφιστής», Πολυδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ρέπει στο να κολακεύει,… …

    Dictionary of Greek

  • 126κουρούνα — Κοινή ονομασία ορισμένων στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των κορακοειδών. Οι κ. είναι συγγενικά είδη με τα κοράκια, με τα οποία ανήκουν στο ίδιο γένος. Κοινό είδος, το οποίο συναντάται στις παρυφές των δασών και κοντά σε λίμνες και έλη… …

    Dictionary of Greek

  • 127κρυάδα — (Μ κρυάδα) 1. το αίσθημα τού κρύου, το κρύο, η ψυχρότητα 2. κρυολόγημα στον πληθ. οι κρυάδες ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο νεοελλ. 1. ανατριχίλα, φρικίαση 2. μτφ. απροθυμία, αδιαφορία 3. μτφ. σαχλό αστείο («είπε πάλι τις κρυάδες του κι έφυγε») 4. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 128κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… …

    Dictionary of Greek