είπε ο

  • 11εἶπ' — εἶπα , εἶπον said aor ind act 1st sg (epic ionic) εἶπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg (epic ionic) εἶπε , εἶπον said aor imperat act 2nd sg εἶπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg εἶπαι , εἶπον said aor imperat mid 2nd sg (epic ionic) εἶπαι , εἶπον …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12εἶφ' — εἶπα , εἶπον said aor ind act 1st sg (epic ionic) εἶπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg (epic ionic) εἶπε , εἶπον said aor imperat act 2nd sg εἶπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg εἶπαι , εἶπον said aor imperat mid 2nd sg (epic ionic) εἶπαι , εἶπον …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13ημί — ἠμί (Α) 1. (το α εν. πρόσ. τού ενεστ. στους Αττικούς μόνο όταν επαναλαμβάνεται με έμφαση κάτι αλλιώς μόνο στο γ εν. ήσι) λέγω 2. (στον Όμ. απαντά μόνο το γ εν. πρόσ. πρτ., στο τέλος ενός λόγου, για να δηλώσει μετάβαση στην αμέσως επόμενη πράξη) ή …

    Dictionary of Greek

  • 14κᾆπ' — εἶπα , εἶπον said aor ind act 1st sg (epic ionic) εἶπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg (epic ionic) εἶπε , εἶπον said aor imperat act 2nd sg εἶπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg εἶπαι , εἶπον said aor imperat mid 2nd sg (epic ionic) εἶπαι , εἶπον …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 15Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …

    Wikipedia

  • 16Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …

    Deutsch Wikipedia

  • 17ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …

    Dictionary of Greek

  • 18αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… …

    Dictionary of Greek

  • 19λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …

    Dictionary of Greek

  • 20τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …

    Dictionary of Greek